Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Ενώ μιλούσεν ο κυνηγός, εξακολουθούσεν ο σκύλος να γαυγίζη και η καρδιά των πουλιών να κτυπά πιο δυνατά, και το κόκκινο βασίλεμμα του ηλίου έκαμνε το αργυρό νόμισμα να λάμπη σαν να ήταν χρυσό. — Καλά έκαμες να μ' αρωτήσης, αποκρίθηκεν η Μηλιά.
Κ' ενώ έτρωγαν κ' εφιλιόντανε περισσότερο από όσο έτρωγαν, εφάνηκε ένα ψαροκάικο που επήγαινε γιαλό-γιαλό. Δεν εφυσούσε καθόλου, παρά ήτανε γαλήνη κι' αναγκαζόντανε να λάμνουν· κ' ελάμνανε δυνατά, επειδή εβιάζονταν να πάνε στην πολιτεία για μερικούς πλούσιους φρέσκα ψάρια. Κι όπως συνηθίζουν οι ναύτες όλοι να κάνουνε για να ξεχνούν την κούραση, το ίδιο έκαναν κ' εκείνοι.
Έλα προσπάθησε καλά με όλα σου τα δυνατά, αφού είσαι νέος, χωρίς να αποδώσης εις το μη ον ούτε ύπαρξιν ούτε ενικόν ούτε πληθυντικόν αριθμόν, να ομιλήσης τίποτε περί αυτού καθώς το απαιτεί η λογική. Θεαίτητος. Έπρεπε να έχω πολύ μεγάλην και αλλόκοτον προθυμίαν διά να προσπαθήσω, αφού βλέπω ότι και συ ακόμη έπαθες αυτήν την συμφοράν. Ξένος.
Την στιγμήν εκείνην επέσυρε την προσοχήν του ο θόρυβος ον είχε προκαλέσει ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης εις το τελευταίον θρανίον. Ο διδάσκαλος ηγέρθη, εσφύριξε δυνατά με την σφυρίκτραν του, εκτύπησε με την βέργαν του επί του πρώτου χωλού θρανίου, έρριψε το τσιγάρον του.
Να λυπάσαι τις γυναίκες — είναι καλές κι ανήξερες σαν τα παιδάκια· γυρέβουμε να μας δώσουν πράματα αδύνατα, που τα θαρρούμε δυνατά. Το νοιώθουν κάποτες οι ίδιες και πονούν. Εκείνες δε φταιν και δε φταίμε μήτε μεις. Η αγάπη, όπου περάση, ή σπέρνει ή παίρνει ζωή. Τέτοιος νόμος την κυβερνά και πάντα συντροφικά τρέχει πλάγι της ο Χάρος.
Σφίγγε, σφίγγε δυνατά. Σφίξε ακόμη μια και να της που πάει. Ξεψύχησε, πάει. Πάει η ζωή μου. Σκότωσα τη ζωή μου. Πάει και λέξη δεν είπε. Έλα δω να σου δώσω στο στόμα, απάνω στο στόμα, ένα αθάνατο φιλί, ένα φιλί που κανένας άλλος δεν μπορεί να σου το πάρει. Τώρα πια είσαι για πάντα δική μου. Εγώ ξέρω τι λέω. Ξέρω γιατί παραπονιούμαι, γιατί βασανιούμαι.
Όταν έγγραφεν ο ασθενικός ποιητής, ήτο γίγας, ηδύνατο να εναγκαλισθή το &πεντελικόν& να το σφίξη δυνατά, να γίνη &σταυραητός& με νύχια κοφτερά να σπαράσση θηρία, νανοίγη μακρυά φτερά και ν' απλόνη παχύν ίσκιον, να γίνη νυχτοπούλι και να περιπατή με το φεγγάρι, με τ' άστρα όλο σε ρεμματιαίς, σε στρούγγες, σε 'ψιλαίς ραχούλαις και να ψάλλη με φωνήν πουλιού.
Η Αροούγια με όλα τα δυνατά που έκαμα διά να την αποξενώσω από την φαντασίαν μου, μου είνε πάντα εμπρός μου· η ευμορφάδα της και η τιμή της μου την εστερέωσαν εις την καρδίαν μου· και ύστερον από είκοσι χρόνους, η ενθύμησίς της με κάνει αναίσθητον εις τες νοστιμάδες των γυναικών μου· οι πλέον ωραίες, και οι πλέον ευγενικές γυναίκες, που μπορούν να ευρίσκονται, μου φαίνονται το ουδέν έμπροσθεν εις την ενθύμησιν της ωραίας Αροούγιας.
Τότες αχολόγησαν τα σιάδια από χαχάγελα, κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης σούριζε δυνατά με τα δυο δάχτυλα του καταπίσω του γιδοβοσκού πώφευγε, και του ρέκαζε σαν τραγί : — Μπε κε κε κε κε! τσαπ, τσαπ! — Ου, το ζωντόβολο! φώναξε, ο Πολιάνος. — Ωρέ είμεστε κ' εμείς εκεί 'πάνου, μα τούτος είνε μπιτ για το διάτανο, άμ' ντιπ αγρίμ', ώρ’ αδερφέ;
Σχεδόν δεν άφιναν κανέναν νοικάρην να χορτάση τον ύπνον, τόσον δυνατά και τόσον συχνά ελαλούσαν. Κ' η κόττες ανάμεσα εκακάριζαν. Κ' οι δύο πετεινοί με της τρεις κόττες ετρέφοντο κ' επάχυναν καλά εκεί μέσα. Η κυρά Σταυρούλα δεν τας άφινε ποτέ να εξέρχωνται εις την αυλήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν