Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Ο Ιώσηπος διηγείται ότι, μετά την πολιορκίαν του Τίτου, ουδείς, εν τη δηώσει και τη ερημία ήτις έμεινε, θ’ ανεγνώριζε το κάλλος της Ιουδαίας· και αν Εβραίος τις ήρχετο αίφνης εις την πόλιν, όσον καλώς και αν την είχε γνωρίσει πρότερον, θα ηρώτα, «ποία πόλις είνε αύτη;» Επήλθε μικρός σταθμός εν τη πομπή ενώ ο Ιησούς έχυνε τα θεία δάκρυα Του και εξέφερε τον προφητικόν θρήνον Του.
Μ' αν θέλη την καρδιά μου να την κάνη χάρισμα, άδικα πασχίζει κι' αγωνίζεται. Αυτή δεν την ορίζει. Και σκύβοντας λυπητερά το κεφάλι του, για να κρύψη δυο δάκρυα που στάζανε στα χλωμά του μάγουλα, είπε σιγά: — Αλλοίμονο! Ούτ' εγώ ατός μου την ορίζω. Κ' έφυγε βιαστικά, πνίγοντας ταναφυλλητά του στήθους του. Το βασιλόπουλο κρέμασε το τουφέκι στον ώμο και ξεκίνησε για το βουνό.
Δίδει αυτή τα πτερά· Και εις τον τραχύν, τον δύσκολον Της Αρετής τον δρόμον Του ανθρώπου τα γόνατα Ιδού πετάουν. Μικράν ψυχήν, κατάπτυστον, Κατάπτυστον καρδίαν Έτυχ' όστις ακούει Της δόξης την παράκλησιν Και δειλιάζει. Ποτέ, ποτέ με δάκρυα Δεν έβρεξεν εκείνος Των φίλων του το μνήμα, Ούτε το χώμα εφίλησε Των συγγενών του.
Κλείσθηκε μέσα στον πύργο και τα δάκρυά της τρέχανε ποτάμι απάνω στα μαραμένα λουλούδια του κορμιού της. Το βασιλόπουλο σαν είδε κ' έκλεισε το παράθυρο είπε μέσα του: — Πέρασαν χρόνια και καιροί και η αγαπημένη μου με ξέχασε. Διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς, πέρασα βουνά και θάλασσες για να την ανταμώσω.
Τέλος πάντων, εθυσίασαν τα δύο ζώα, και τα έβαλαν διά να καούν με πλήθος θυμιαμάτων, με αρωματικά και με φτερά των πουλιών, τα οποία όλα έκαμαν ένα τόσον πυκνόν καπνόν, που ήθελε πνίξη αυτός τους δύο θεούς, αν δεν ήσαν αθάνατοι. Ακολουθώντας αυτούς ο καπνός δεν έλειψε που να κάμη να τρέξουν άπειρα δάκρυα από τους οφθαλμούς των και να φτερνίζωνται κάθε ολίγον.
Έπειτα την μελαγχολίαν της διεδέχοντο εξάψεις νευρικαί, θυμοί αδικαιολόγητοι, δάκρυα, αναμνήσεις του μακαρίτου του συζύγου της, παιδαριώδη καμώματα, συχναί επισκέψεις εις τον μικρόν καθρέπτην προ του οποίου εκαλλωπίζετο η Μαργή, ενίοτε δε γέλωτες αδικαιολόγητοι. Επέρασαν περί τους τρεις μήνες και έφθασαν αι εορταί των Απόκρεων.
Σαν εμπήκε, μαυροντυμένη νυφούλα, στην αυλή του μοναστηριού, προχώρησε αλαφροπατώντας στο παχύ χορτάρι και στάθηκε μπροστά στο μνήμα του καλού της. Τα δάκρυά της τρέχανε σιγαλά μέσα στο φως κάτω απ' τη μαύρη μαντήλα, όπως τρέχανε κάτω απ' το λευκό πέπλο, την ώρα του γάμου. Κάθισε στη ρίζα του κυπαρισσιού κι' αγκάλιασε την πέτρα του τάφου.
— Είναι λοιπόν χριστιανή; ανέκραξεν ο Νίγηρ, με βλέμμα εκστατικόν προς τον Βινίκιον. Και εγώ χριστιανός είμαι, απήντησεν ο Τριβούνος. Δάκρυα ανέβλυσαν από τους οφθαλμούς του Νίγηρος. — Δόξα σοι, Κύριε Ιησού, ότι αφήρεσας τον πέπλον από τους προσφιλεστέρους μου οφθαλμούς εις τον κόσμον! Μετ' ολίγον εισήλθεν ο Πετρώνιος φέρων μαζί του και τον Ναζάριον. — Καλά νέα! είπε μακρόθεν.
ΣΟΛ. Δεν ελυπούντο αυτούς, φίλε μου, αλλά θα παριστάνετο ίσως το έργον κανενός ποιητού ο οποίος διηγείτο προς τους θεατάς καμμίαν αρχαίαν συμφοράν και έλεγε θλιβερά πράγματα, τα οποία επροκάλουν τα δάκρυα των ακροατών. Θα είδες δε και μερικούς οι οποίοι έπαιζαν αυλόν και άλλους οι οποίοι συγχρόνως έψαλλαν σχηματίζοντες κύκλον.
Εις την γειτονικήν οικίαν ητοίμαζον τα γλυκύσματα των Χριστουγέννων εν χαρά. Η κόρη έκλινε την κεφαλήν της, κρύπτουσα δύο μεγάλα δάκρυα. — Σώπα, κοπέλλα μου, σώπα, είπεν η γραία συγκινηθείσα. Ετοιμάζουν τα γλυκά εις την γειτονιά μας. Καλά. Μεθαύριο 'σά 'ρθή ο καπετάνιος μου, τότε να ιδής χορούς και χαραίς. Θάρθη και η αράδα μας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν