United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα γλυκό αεράκι σάλεψε τα κλαδιά του γεροπλάτανου και δυο αχτίδες χρυσές γλυστρήσανε απ' τη φυλλωσιά του και πλέξανε μια χρυσή κορώνα στο κεφάλι της. Ο νέος ο κυνηγός την κύτταξε γλυκά και είπε μέσα του: — Πόσο της μοιάζει για βασίλισσα!

Έμπροσθεν του μεγάρου του ΜΑΚΒΕΘ. Αυλοί και δαυλοί. — Εισέρχονται ο ΔΩΓΚΑΝ, ο ΜΑΛΚΟΛΜ, ο ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ, ο ΒΑΓΚΟΣ, ο ΛΕΝΟΞ, ο ΜΑΚΔΩΦ, ο ΡΩΣ, ο ΑΓΚΟΣ, μετά συνοδίας. ΔΩΓΚΑΝ Ωραίον μέρος είν' αυτό! Ο ελαφρός αέρας πνέει εδώ γλυκά γλυκά κ' ευφραίνει τας αισθήσεις.

Μία ορφανή πλουσία δεν ημπόρεσε να βαστάξη εις την γλύκα κ' εις το πάθος της κιθάρας και μετ' ολίγον καιρόν συνήφθη αρραβών και είτα ετελέσθη ο γάμος. Εν τω μεταξύ η πτωχή Αρχόντω, η χήρα του πνιγέντος πλοιάρχου, έκλαιε τον σύζυγον και τους υιούς της, κ' οι πλοίαρχοι έκλαιον τας προκαταβολάς των. Και πέραν του πελάγους, εις την αντικρυνήν νήσον αντηχούν άσματα γαμήλια, βακχικά.

Που κάθονται ως τα μεσάνυχτα όλοι οι Αθηναίοι και τρώνε γλυκά και γελάνε γυναίκες και άνδρες μαζί, ενώ η μουσικαίς σου παίρνουν το μυαλό . . . — Μα, τον εγνώρισες, μπάρμπ' Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά-Κυρατσού. — Τι θα πη! τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα;

Και συ, καλέ γιδοβοσκέ, δόσε μου το ποτήρι, δόσε μου και τη γίδα σου να την αρμέξω τώρα, να στάξω από το γάλα της πρώτα σπονδές στις Μούσες. Μούσες, σας χιλιοχαιρετώ και για 'δική σας χάρι άλλη φορά γλυκύτερα θα ξανατραγουδήσω. ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ Θύρσι, τώμορφο στόμα σου νάνε γεμάτο μέλι, σύκα γλυκά του Αιγάλεου τα χείλη σου να ευφραίνουν γιατί περνάς το τζίτζικα στο γλυκερό τραγούδι.

Θυμήσου τι σου έλεγα την άλλη μέρα, Καρλή· την υστερνή, τη μόνη φορά που μου έγραψε, του είπα να μη μου γράψη πια, πως δεν είτανε δουλειά μου και να μη μου μιλήση για τέτοια πράματα. Θύμωσα και δεν έπρεπε να θυμώσω. Έπρεπε γλυκά και με τρόπο να την παρακαλέσω νανεβή στην κάμερή της. Φοβήθηκε πάλε και πάλε μου αράδιασε ψεφτιές. Αν τόλεγε ίσως μπορούσα να την πνίξω.

Άη-Νικόλα, λυπήσου με! αναστέναξε. Μέσα στο βύθος της είδε τότε τον Άγιο με την άσπρη γενειάδα. Ζύγωσε στο σοφά πονετικός, σήκωσε το χλωμό χέρι του και της έβαλε τα δάχτυλα απάνω στα μάτια. Μια γλύκα παράξενη χύθηκε σ' όλο της το κορμί. Αποκοιμήθηκε. Η Σκρόφα, η ξελογιάστρα, γελούσε ακόμα, γελούσε ολοένα. Μα δεν την άκουσε πια, ούτε τώρα, ούτε ύστερα.

Ίσως ενθυμείτο την προ ολίγων χρόνων τερπνήν και ευάρεστον και ζηλεμμένην θέσιν του, όταν ήτο γαμβρός ωραίος και περιζήτητος, με μακρυά φούντα, με γλυκά μάτια, με φέσι ψηλό, μεγάλο και κατακόκκινο, που να το φορή στραβά ως το αυτί.

Μολαταύτα δεν έδειξε τίποτα, και μόλις άνοιξαν της πόρτες μπήκε στο δωμάτιο του Τριστάνου, και κρύβοντας την οργή της, εξακολούθησε να τον υπηρετή και να τον περιποιέται, καθώς πρέπει σε μια που αγαπάει. Του μιλούσε γλυκά, τον φιλούσε στα χείλη, και τον ρωτούσε αν θα γύριζε γρήγωρα ο Καερδέν με το γιατρό που θα τον εγιάτρεβε. Μα πάντα ζητούσε να βρη την εκδίκησι.

Η φωτιά έκαιγε γλυκάγλυκά, κι' έπεφταν από τον δαυλοστάτη κόκκινα και χοντρά τα κάρβουνα, το τραπέζι στέκονταν μαραμένο με τες μελωμένες τηγανίτες, με την απλάδα γεμάτη κουλάστρα και με τη γαβάθα γεμάτη κόττα βραστή, η θύρα κι' η οξώθυρα είταν ανοιχτές πέρα-πέρα για τη χρονιάρα την ημέρα και τη δεσποτική τη γιορτή, και για τον ξενιτεμένο του σπιτιού.