United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγε μου ωστόσο γέροντα που σου ταιριάζει πρώτα απ’ τους άλλους να μιλής: η αιτία ποια να ’νε που ήλθατ’ εδώ στεφανωτοί με δάφνης κλώνους; Για ένα κακό που πάθατε ή μήπως γι’ άλλο που προσδοκάτε; πρόθυμος να σας βοηθήσω. Γιατί θενά ήμουν άσπλαχνος αν δεν λυπούμουν αξιολύπητους όπως εσάς ικέτας.

Και γι' αυτό δεν έζησε, ούτε όσο ζουν τα ωραία όνειρα. Ήταν το ναρκωτικό που έπινα για να σε ξεχάσω, και τώρα άρχισε να με κουράζη... Φεύγω. Κάποιος έρχεται. Δεν θέλω να μας εύρουν μαζή. Μαρία! Μ α ρ ί α Μ' έβαλεν η μητέρα σου εκεί. Μη μ' εγγίζης. Μου κάνεις φρίκην. Μαρία μου, συγχώρησε με. Μια παλιά συμπάθεια. Μαρία μου! Συγχώρησε με. Μη με εγγίζης. Μου κάνεις φρίκη!

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ Είν' η δουλειά σου, γέρο, να φροντίσης τον άνθρωπον αυτόν πώς θα νικήσης. Και δεν θα ήταν τόσον δυνατός, εάν δεν ήταν ασφαλής αυτός. Γι' αυτό είν' η θρασύτης του βαρειά, και δείχνει στην ψυχή παλληκαριά. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ε, και δεν έπρεπε τότε να σου δώσω ένα στηλιάρι και να σε τσαλαπατήσω, που 'θελες να τραγουδήσω, λες και είχαμε τζιτζίκια στο τραπέζι;

Ή καθότανε μονάχα εκεί ο Σβεν κ' έκοβε χορταράκια και τα κοίταζε και τα περνούσε ανάμεσα από τα δάχτυλά του κι όταν γέμιζε το χέρι του, τα πετούσε κι άρχιζε να κόβη άλλα. Αυτό το έλεγε ο ίδιος «παιγνίδι στη χλόη» και μπορούσε να μιλή πολλή ώρα γι' αυτό, όταν άφινε τα παιγνίδι κ' έτρεχε να διηγηθή της μαμάς τις ανακάλυψες που έκαμε.

Αλλά ο Τριστάνος, για την τιμή αυτού του τόπου, πήγε και τον αντιμετώπισε, και κάθε μια από της πληγές που πήρε τότε έφτανε για να πεθάνη. Αυτός είναι ο λόγος που τον μισείτε, και γι' αυτό τον αγαπώ εγώ περισσότερο από σένα, Αντρέ, περισσότερο από όλους σας, περισσότερο από κάθε τι. Αλλά τι ισχυρίζεσθε πως ανακαλύψατε; Τι είδατε; Τι ακούσατε;

Κ' ενώ κείνοι γευμάτιζαντο δώμα καθισμένοι, 'ς την πόλιν όλην γρήγορα μηνύτρα βγήκε η φήμη κ' έλεγε, θάνατος φρικτός πως ηύρε τους μνηστήραις. κ' έρχονταν όλοι ως τ' άκουσαν, ένας κατόπι τ' άλλου, 415 με πολλούς θρήνους έμπροσθετο δώμα του Οδυσσέα. τους νεκρούς βγάζαν κ' έθαπτε καθείς τον ιδικόν του· και αυτούς, οπ' ήσαν απ' αλλού, τους θέσαν εις τα πλοία, κ' οι ναύταιςτην πατρίδα του καθέναν επεράσαν. κατόπι προς την αγοράν περίλυποι εβαδίζαν· 420 και, άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, ο Ευπείθης εις το μέσο τους σηκώθη να ομιλήση· πόνος τον έσφαζε δριμύς του τέκνου του Αντινόου, 'που πρώτον εθανάτωσεν ο θείος Οδυσσέας· γι' αυτόν τότε δακρύζοντας ωμίλησέ τους κ' είπε· 425 «Μέγα κακό των Αχαιών εργάσθη, ω φίλοι, εκείνος· πολλούς και ανδρείους άλλοτε μες τα καράβια πήρε, και τα καράβι' αφάνισε και αφάνισε και κείνους· και τώρ' άμ' ήλθε φόνευσε τους πρώτους Κεφαλλήναις· ελάτε τώρ' ας τρέξουμε πριν φύγη αυτόςτην Πύλο, 430 ή 'ς την αγίαν Ήλιδα των Επειών την χώρα. ας πάμε, ειδέ μή θα 'χουμεν αιωνίαν καταισχύνη· ότι θα μας καταρασθούν κ' οι απόγονοι, αν ακούσουν 'που των παιδιών μας τους φονείς και των αυταδελφών μας εμείς δεν τιμωρήσαμεν· για με χάρι δεν έχει 435 όμοια ζωή· και προτιμώ να ευρώ τους πεθαμένους. πηγαίνουμε, μητην στερηά να βγουν προφθάσουν κείνοι».

Σοφιστής: Πρόκειται για εξαιρετικά τολμηρή φιλοσοφική έξαρση προς εξακρίβωση των ορίων της ανθρωπίνης νοήσεως, γι’ αυτό και θεωρείται ως η μεταφυσική του Πλάτωνος. Σ’ ό,τι αφορά στην λογική του, είναι ο πιο πολύτροπος και οξύς από τους πλατωνικούς διάλογους. Η μετάφραση έγινε από τον Κ. Ζάμπα.

Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους• «Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 370 γι' αυτόν τον ξένον• ότι εγώ και πρότερα τον είδα• βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε• αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι».

Κανένας ποιητής δεν τραγουδάει γιατί πρέπει να τραγουδά· τουλάχιστο κανένας μεγάλος ποιητής δεν το κάνει γι' αυτό. Ο μεγάλος ο ποιητής τραγουδάει γιατί θέλει να τραγουδά. Έτσι είναι σήμερα κ' έτσι ήταν πάντα.

Προσπαθούσε να κρύψει την φτώχια τους, αλλά φαίνεται πως εκείνος γνώριζε και γι’ αυτήν, επειδή χωρίς να περιμένει να τον εξυπηρετήσουν, αφού κουβάλησε την βαλίτσα στο δωμάτιο που η θεία Έστερ είχε ήδη προετοιμάσει γι’ αυτόντο παλιό δωμάτιο των ξένων, στο βάθος του μπαλκονιούξανακατέβηκε άνετος και πήγε να πλυθεί στο πηγάδι σαν τον υπηρέτη.