United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόν’ ένας δεν εστέναξε, δε δάγκασε τα χείλια, Δε χτύπησε τα στήθια του μ’ απελπισιά και θλίψη, Μόνο της Χήρας το παιδί, μόνον ο Γυιός της Χήρας, Που κοίτονταν στη φυλακή, στα σίδηρα ριγμένος, Και τον κρατούσαν εκατό, τον φύλαγαν διακόσιοι, Γιατ’ είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, Κι’ αμ’ άκουσε της Κορασιάς το ξακουστό τραγούδι, Πο την αγάπη την πολλή, πο τον πολύν τον πόθο, Τα δυνατά του έβαλε με την καρδιά του όλη, Έγεινεν εκατό φορές πλειο δυνατός ακόμα, Ετσάκισε τα σίδηρα, που είτανε ριγμένος, Ξεμόχλεψε της φυλακής της σιδερένιες θύρες, Πρόντησε τους φυλάκους του, σα λαφιασμένα γίδια, Που τρέχουν τα βουνόπλαγα λυκοκυνηγημένα, Και ρίχτηκε όξω λεύτερος, σαν άγριο λιοντάρι.... Σιάστηκε και στολίστηκε κι’ έβαλε τ’ άρματά του, Και κίνησε χαρούμενος και κίνησε τρεχάτος, Να πάη να βρη την Κορασιά, να βρη τη Ρηγοπούλα, Που γύρευε άξιον κι’ ώμορφο, γερόν και παλληκάρι, Να τον θελήση, γι’ άντρα της, γυναίκα να την πάρη.

«Άμα το ξεκάμπισα το Χωριό μου, έρριξα μια βαρυγιόματη ντουφεκιά, για να νοιώσουν οι χωριανοί, ότι «ξενιτεμένος έρχεταικι' από τον πολύν τον βρόντο τρεις φορές αχολόγησαν τα λαδώματα, οι ρεματιές και τα βουνόπλαγα.

Αυτό καλά αγαπούσε τα γίδια και τα πρόβατα, και πήγαινε στα λόγγα και στα λειβάδια με τους πιστικούς αλλά εγώ το τρωγόμουν νύχτα μέρα και του έλεγα: — «Πιστικός θα γέν'ς, παιδάκι μ', που δεν αγαπάς τα γράμματα; Σύρε ψυχούλα μ' στο σκολειό να μάθ'ς γράμματα και να γέν'ς προκομμένος άνθρωποςΣτο τέλος που του το πήγαινα συγκρατούμενο «γκιρ-μιρ» μ' άκουσε, άφησε την κλύτσα και την κάππα, τα γίδια και τα πρόβατα, τες ράχες και τα βουνόπλαγα, τους λόγγους και τα λακκώματα μπήκε στο σκολειό, ρίχτηκε με τα μούτρα στα γράμματα, έφυγε, κι' από τότε το βλέπω κάθε δέκα χρόνια!

Της ρίχνει ο Γιάννος δώδεκα φλωριά και δυο διαμάντια Και τρέχει-τρέχει πεταχτός, σαν τρομαγμένο αλάφι.... Διαβαίνει όρη και βουνά, και κάμπους και λαγκάδια, Ποτάμια και νεροσυρμές, βουνόπλαγα και λάκκους, Σειώνταν η γη στο διάβα του, μεριάζανε τα δέντρα Κι’ όσα σημάδια η Μάγισσα τον διάταξε να μάση, Τα βρήκεν όλα, τ’ άμασε και τάφερέ της όλα Στη σκοτεινή της τη σπηλιά, χωρίς να λείψη ούτ’ ένα, Την ώρα πώγερνε γλυκά κατά τη δύση ο ήλιος Και το φεγγάρι χάνονταν και πιάνονταν καινούργιο, Κι’ αυτή τα πήρε στην ποδιά με προσοχή μεγάλη Να ιδή αν είτανε σωστά, να ιδή αν είταν κι’ ίδια, Κι’ ύστερα στ’ άκριτο νερό, που είταν μες το κακάβι, Ανάλαφρα και ταχτικά, τα ρίχνει ένα-ένα, Λέγοντας λόγια μαγικά, διαβολεμένα λόγια, Που δε μπορούσε τίποτε κανείς να καταλάβη, Σα να είτανε παντάξενα κι’ άγνωστης γλώσσας λόγια... Στεκόντανε στο πλάγι της ο Γιάννος μ’ αγωνία, Βουβός και κατακίτρινος, λαχταρισμένος, κρύος, Και του σηκόνονταν ορθές οι τρίχες του κορμιού του, Σαν αγρίευαν και γούρλοναν της Μάγισσας τα μάτια, Κι’ έβγαζε αφρούς το στόμα της μαζύ με τη φωνή της.