Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουλίου 2025
Τώρα που ήρθατε εδώ πάνω θα πάμε μες την εκκλησιά: εγώ θα σας στεφανώσω. . . Και καθώς μίλαγ' έτσι το φεγγάρι, ξαφνίστηκεν η Λιόλια κι ο Νίκος κι άνοιξαν πάλι τα μάτια τους τα θαμπωμένα απ’ τη λάμψη του, για να το ιδούν: Τι άσπρο πούτον το φεγγάρι και τι λυπημένο ! σαν τη Βεργινία.
Μα μες στην άσπρη λουρίδα του φεγγαριού φάνταζε κάτι πιο άσπρο ακόμα : ήτον η Βεργινία με το νυχτικό της ξαπλωμένη χάμω μπρος στην πόρτα-για να μπη κανείς μες την κάμαρη έπρεπε να δρασκελίση το κορμί της. Σα νάχε πέση το ίδιο το φεγγάρι απ’ τον ουρανό και νάχε ξεψυχήσει εκεί δα τυλιγμένο μες τα πέπλα των αχτίδων του: έτσι έδειχνε.
Όσοι δεν είδατε γυναίκα μαραμένη πως ξανανθίζει μες του αγαπημένου αγοριού της την αγκάλη, πως ροδίζουν τα μάγουλά της και φλογοκαίν τα χείλη της και τα μάτια της πετούνε σπίθες, θυμηθήτε τουλάχιστο τα μαραμένα τριαντάφυλλα στο νερό: πως σηκώνουν τανθόφυλλά τους και ξαναπαίρνουνε δροσιά και χρώμα και χύνουν καινούργιο μύρο σα να ξεσκούν εκείνη τη στιγμή !. . . Αλλά για λίγες ώρες, αχ, για πολύ λίγες μοναχά Έτσι κ' η Βεργινία, άμα ερχόταν ο Νίκος της!
Μήπως έμεινε ψυχή γεννητή στο σπίτι απ' όλη τη γειτονιά! Οι κόττες μοναχά κ' οι γάττες. . .» Και πού να τόξερε όποιος την άκουγε πως θα πήγαινε το βράδυ μασκέ ατσιγγάνα στην Κασταλία! Η Βεργινία πολλές σχέσεις με τις γειτόνισσες δεν είχε και στο πόδι που ήτον ακόμα.
Τάσπρα μάτια της άρρωστης έπαιρναν κάτι αναλαμπές σαν το υγρό σμάλτο: ασπροκίτρινες, καμμιά φορά μαυροκόκκινες σαν της φλόγας το πένθος, σταχτοπράσινες-φευγαλέες σαν πνοές-καθώς γυρίζανε στις κόγχες τους, μέσα στο σκιόφωτο, από το μέρος της πόρτας κατά την εταζέρα πούτον το ξυπνητήρι και χτυπούσε γλήγορα σαν καρδιοχτύπι. . . Πώς δεν πέθανε αυτήν τη νύχτα η Βεργινία ! – – – – – –
Αχ, αυτές οι γυναίκες, βουλωμένα τάχαν ταυτιά τους και δεν άκουγαν τίποτ’ απ’ όλο αυτό το κακό ; Βοήθεια, Κερά γειτόνισσα ! ελάτε! η Βεργινία πεθαίνει ! ξεφώνισε, ταράζοντας σύσσωμη απ' της φωνής της τον τρόμο κι απ’ το ίδιο το νόημα το φριχτό του λόγου πούλεγε—Δεν μπορούσε να βγη απέξω να φέρη κανέναν απ’ τη γειτονιά : κι αν πέθαινε η Βεργινία σταναμεταξύ μονάχη;-κ' έσφιγγε τα μηλίγγια της με τις κλειστές μπουνιές της απ’ την απελπισία, σα να φοβότανε μην της φύγη το μυαλό της. . . Εκεί που κοβόταν έτσι και τάραζε, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Νίκος με το γιατρό.
Τo ξυπνητήρι στην εταζέρα έλεγ’ εννιά !-δεν ξεκολλούσε πια το μάτι της η Βεργινία από 'κει πάνω Έλεγε η Κερά-Δημήτραινα, έκοβε, η γλώσσα της κ' έρραβε . . . Κι όλο για τα κορίτσια της που δε ματαγινήκανε στον κόσμο: «η σεμνότη τους κ' η υπακούητά τους, άλλο πράμα!-άγγελοι που τους λείπουνε μόνο τα φτερά-ζωή νάχουν !-Και μου τις ζητήσανε, να!
Ηύρε τη Βεργινία στο κρεββάτι, κλαμένη, με ταριά της τα κόκκινα μαλλιά μουσκεμένα· δεν μπόραγε να σήκωση το χέρι της απ' την αδυναμία Δεν έβγαλε το σακκάκι του, ούτ’ έβαλε ψωμί στο στόμα του· μόνο το ένα του παπούτσι τράβηξε λιγάκι, γιατί τονέ στένευε.
Η ίδια δεν είχε πια δύναμη να τα κάνη όλ’ αυτά κ' η φωνή της δεν μπόραγε να πη τα όσα ήθελε. . . Δεν πέρασαν δεκαπέντε μέρες, κ' η Βεργινία κατάλαβε πως για νάναι του Νίκου τα μάτια πάντα γλυκά σαν τώρα κ’ η φωνή του τόσο διάτορη και κρουσταλλένια και κρυφοχαρούμενη, αυτή ήτον πια περιττή-και κατάλαβε τότες πως δεν της χρησίμευε πια ούτε της ίδιας να ξαναύρη την υγειά της.
Στάθηκαν απόξω και μίλησαν αρκετή ώρα !. . . Ο Νίκος ξαναμπήκε μέσα κατσούφης. -Να πας στη θεια Ελέγκω, του είπε η Βεργινία, να της πης να μας στείλη τη Λιόλια, την ανεψιά του αντρός της. . . Είναι καλό κορίτσι. . δεν έχει κανένανε στον κόσμο. . . Σαν ήμουνα στης θειας ήτανε μικρή. . πήγαινε στων Απόρων Γυναικών. Τώρα θα κοντεύη δεκαεφτά χρονώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν