Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Μα το πλεούμενο αρμένιζε σα να είχε δική του ψυχή και δική του κυβέρνια. Μην είνε τάχα το μαγεμένο καράβι πώρχεται να πάρη άθελα το βασιλόπουλο και να κάμη χήρα την Πεντάμορφη ; Εκείνη τ' αγναντεύει από το παραθύρι κ' η θλίψη φυτρώνει σαν τσουκνίδα στην καρδιά της. Το βασιλόπουλο μπήκε σε πειρασμό· θέλει να κατεβή για να μάθη το μυστικό του καραβιού.

Άξαφνα, όμως διάπλατη ανοίγει η πόρτα και ξανθή αχτίνα μπαίνει μέσα το βασιλόπουλο. — Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ· λέγει γονατίζοντας εμπρός του. Όλα τα παίρνω τόρα και σ' αλαφρώνω τη ζωή. Ντύνομαι τη χλαμύδα το σιδεροποκάμισο· βάνω το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· παίρνω το Σκήπτρο κεντρί του έθνους μου. Κυβερνώ σαν πατέρας και σαν βασιλιάς.

Ο Καλάφ του εφανέρωσε την γνώμην του, λέγοντάς του, ειπέ του Βασιλέως πως είμαι ένα βασιλόπουλο ξένον, και πως ήλθα διά να λάβω την τιμήν να γίνω γαμβρός του.

Μα τα μεγάλα αυτά τα καλά, θάρθουνε μοναχά τους; Θα τα φέρη το Βασιλόπουλό μας; κανένας άλλος απόγονός του; Το Έθνος; Οι Φράγκοι; Τίποτις απ' αυτά. Θα τα φέρη η &Αρετή&, η παλικαριά, η αθάνατη η Θεά που κατέβηκε χίλιες φορές και μας τη γλύτωσε την πολυπαθιασμένη τη Ρωμιοσύνη. Βαριά σα να κοιμηθήκαμε στο Παλάτι, ύστερ' από κείνη την κουβέντα με το Βασιλιά και με το Βασιλόπουλο.

Σαν ετελείωσε το γλυκό τραγούδι, η βασιλόπουλα έσκυψε απ' το ψηλό παράθυρο και τα δάκρυά της στάζανε κάτω στο χώμα. Το φεγγάρι φιλούσε τα δάκρυά της και τάκανε μαργαριτάρια. Τότε το βασιλόπουλο σήκωσε ψηλά τα μάτια του και είδε δυο ζαφείρια. να λάμπουν, σαν άστρα, μέσα στο σκοτάδι του παραθυριού. Και σαν τα είδε είπε μέσα του: — Αυτά είναι τα μάτια της αγαπημένης μου.

Έτρεξαν οι γιατροί, μαζεύτηκαν όλοι γύρω της. Μα η γιαγιά δεν εμίλησε. Μέρες πολλές δεν έβγαλε λόγο. Καθότανε σαν πεθαμένη στο κρεββάτι της και μόνο κινούσε κάποτεκάποτε το δεξί της χέρι στον αέρα, για να ζητήση κάτι. Εγώ έμπαινα κρυφά στην κάμαρά της, της έπιανα το χέρι της και το φιλούσα. — Γιαγιά! άνοιξε το στόμα σου, γιαγιά, και πες μου τι έγινε το βασιλόπουλο. Πες μου το εμένα κρυφά.

Και τώρα σαν αρνηθούμε το χάρισμά τους, πάλε το αίμα μας θα ποτίση το διψασμένο χώμακαι ποιος ξέρεισκλάβοι κ' εμείς, σκλαβωμένη κ' η γη μας, θα συρθούμε στα πόδια των οχτρών μας. Άμποτε μόνο, κλεισμένα τα μάτια μου, να μην ιδούνε τη μεγάλη συφορά. Το βασιλόπουλο πετάχτηκε απάνω και τα μάτια του αστράψανε μέσα στα σύννεφα των λογισμών του.

Είμουνα εγώ το βασιλόπουλο που έπρεπε ν' ανοίξω τον πύργο που έκλεινε μέσα τη χαρά. Είμουνα εγώ το παλληκάρι που έμαθα να κάνω το καλό ως και στα μικρούλια τα μερμήγκια, και που προσμένω την πλερωμή τους μια μέρα, σα θα τα χρειαστώ για το τρανό στοίχημα της Πεντάμορφης του κόσμου.

Τότε τα δένδρα άρχισαν να βουίζουν δυνατά, τα ποταμάκια να βογγούν σαν θάλασσα και τα πουλιά να φωνάζουν δυνατά όλα μαζή. Άκουσε ο βασιλιάς τη μεγάλη ταραχή κ' έτρεξε στο περιβόλι. Σαν είδαν τα μάτια του το βασιλόπουλο, βγήκε απ' τα λογικά του, έγινε άγριος σαν θηρίο και με μια σφυριγματιά φώναξε τους στρατιώτες του.

Κ' επάνω απ' όλους ολόρθο το βασιλόπουλο, ο νικητής και μάρτυρας, δείχνει τον θρίαμβο της χαράς και του θανάτου τη λύπη στο αγένειο πρόσωπό του. Το τρισεύγενο θύμα έχει κακούργους για παντοτεινό θρόνο του. Η νέα ζωή πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, αντρειωμένη σκορπά τριγύρω του ακόμη, φεύγει και χάνεται σαν γάργαρο νερό που τρέχει κάτω από ρουπάκι κατάξερο.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν