Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Και το βασιλόπουλο από τι τρελλάθηκε; ΥΠΗΡΕΤΗΣΠολλά με ρωτάς, Μπάρμπ-Αργύρη! Ξέρω 'γω. Από έρωτα θα τρελλάθηκε κι' αυτό. Όλοι από τον έρωτα τρελλαίνονται σ' αυτόν τον κόσμο. Δεν μου λες αλήθεια; Θαρθή τ' αφεντικό σου στην παράσταση. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔεν ξέρω. Σε λίγο. Άκου να σου πω. Ποια ήτανε η κυρία που σου μιλούσε προτήτερα στην πόρτα;

Βασιλοπούλα, απόψε είδα εις τον ύπνον μου τον μέγαν Καισάγιαν, ο οποίος μου είπεν· ω Δερβύση, επήκουσα την δέησίν σου και θέλω αποδιώξει το δαιμόνιον από την Φαρουχνάζ· μα πρέπει να στεφανωθή ένα νέο βασιλόπουλο που την αγαπά κατά πολλά, επειδή και έτσι είναι γραμμένον εις τον ουρανόν, να πάρη αυτό, και όχι άλλο κανένα.

Μέσα στις πυκνές τις λαγκαδιές ήτανε το λημέρι του. Μα το βασιλόπουλο ήτανε καιρός τώρα που δεν είχε ρίξει τουφεκιά στο λόγγο. Οι πέρδικες πετούσανε άφοβα σιμά του, τα κοτσύφια του σφυρίζανε απάνω απ' το κεφάλι του, και τα μικρόπουλα μέσα στις φυλλωσιές δεν κόβανε το τραγούδι τους σαν περνούσε. Φτερό δε σήκωνε το τουφέκι του να κτυπήση.

Κάθε τι που χρησίμεψε στη ζωή των αρχαίων Ευμορφόπουλων και κάθε τι που στόλισε τη θανή τους, κοίτονταν οργυιές του βάθου και πρόσμενε υπομονητικά το σκαφτιά, σαν την κοιμάμενη βασιλοπούλα στο σκοτεινό της πύργο το βασιλόπουλο. Ναοί και θέατρα, σαρκοφάγοι και σταμνιά, δακρυδόχοι κι αγάλματα κάθε λογής, θάμπωναν τώρα τον ήλιο με την αμολόγητη χάρη τους.

Δεν έμειναν εις το παλάτι άλλοι, παρά η Γουλνάζε με την συνοδίαν της Φαρουχνάζης και το βασιλόπουλο με τον Σειρμώγ, οι οποίοι έμειναν εκεί διά μερικές ημέρες χαρούμενοι.

Και εν τω άμα πού αυτά είπεν, έκραξεν ένα του Οφφικιάλον, και τον επρόσταξεν, να υπάγη να του φέρη το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούχ προς αυτόν. Δεν απέρασε πολλή ώρα, και ο Μολτούχ ήλθεν έμπροσθεν εις τον βασιλέα, ο οποίος του είπε· Βασιλόπουλο Μολτούχ, κάμε μου την χάριν να μου ειπής, αν είσαι ευχαριστημένος εις την τύχην σου, ή όχι.

Εις αυτά τα λόγια τον έφερε προς την Φαρουχνάζ, η οποία ευθύς εγνώρισεν εις το βασιλόπουλο την μορφήν που εις τον ύπνον της είχεν ιδεί. Ομοίως και το βασιλόπουλο εγνώρισε ευθύς εις το να την θεωρήση πως ήτον η βασιλοπούλα, της οποίας ήτον πάντα εις την ενθύμισίν του η ωραιοτάτη μορφή.

Τα χρόνια περνούσαν. Τα βότανα και τα μαντζούνια των γιατρών δε λείψανε μια μέρα απ' το προσκέφαλο του μικρού. Μα το βασιλόπουλο δεν ήθελε να πάρη απάνω του, σα να το έτρωγε κάποιο μυστικό σαράκι. Μεγάλωσε με τον καιρό, έγινε παλικάρι, μα τα μάγουλά του ήσαν πάντα χλωμά, τα μάτια του βαθουλωμένα, το κορμί του αδύνατο και αχαμνό.

Μ' αν θέλη την καρδιά μου να την κάνη χάρισμα, άδικα πασχίζει κι' αγωνίζεται. Αυτή δεν την ορίζει. Και σκύβοντας λυπητερά το κεφάλι του, για να κρύψη δυο δάκρυα που στάζανε στα χλωμά του μάγουλα, είπε σιγά: — Αλλοίμονο! Ούτ' εγώ ατός μου την ορίζω. Κ' έφυγε βιαστικά, πνίγοντας ταναφυλλητά του στήθους του. Το βασιλόπουλο κρέμασε το τουφέκι στον ώμο και ξεκίνησε για το βουνό.

Είμουνα εγώ ο καβαλλάρης που έτρεχα στον αγκαθωτό τον κάμπο, χωρίς κανείς να μπορή να με φτάση για να κερδίσω το στοίχημα του βασιλιά. ΑΝΝΟΥΛΑ Αλήθεια; Και είσουνα εσύ που ανάστησες το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο; ΣΤΑΥΡΟΣ Το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο δεν αναστήθηκε ακόμα.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν