Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Ήτο γλυκεία αυγή του Μαΐου. Η κυανωπή και ροδίνη ανταύγεια του ουρανού έχριε με απόχρωσιν μελιχράν τα χόρτα και τους θάμνους. Ηκούετο ο μινυρισμός των αηδόνων εις το δάσος, και τ' αναρίθμητα μικρά πουλιά ετέλουν εκθύμως, απλήστως, την συναυλίαν των την άφατον. Αφού η Φραγκογιαννού απεμακρύνθη πολλά βήματα, ήκουσε βραχνήν κραυγήν όπισθέν της.

Τότε ήταν ωραίο νάβλεπε κανείς το ανακάτωμα των αλόγων που σωριάζονται χάμω, και τους πληγωμένους υποτελείς, και τα χτυπήματα που έδιναν οι νεαροί ιππότες, και τα χορτάρια, που κάτω από τα βήματά τους, γινόντανε κόκκινα από το αίμα. Μπροστά σε όλους, ο Καερδέν είχεν υπερήφανα σταματήσει, βλέποντας νάρχεται απάνω του ένας τολμηρός βαρώνος, ο αδερφός του κόμητος Ριόλ.

Ανεξήγητος εφαίνετο και εις αυτήν η οργή του αδελφού της και την απέδιδε μάλλον εις την προτίμησίν του διά τον Τερερέν και την απέχθειάν του προς τον Μανώλην. — Για να σου πω, Μανώλη, είπεν ο Στρατής προς τον μέλλοντα γαμβρόν του με τόνον πολύ ολίγον συγγενικόν, όταν απεμακρύνθησαν ολίγα βήματα της οικίας, ήθελα να σου πω να μην ανακατώνης τόνομα τσ' αδερφής μου στσοι καυγάδες και στα σάλια σου.

Τόσον δε πεπαλαιωμένη και εφθαρμένη ήτο η στολή των τριών τούτων, ώστε μόλις εκ του στέμματος διεκρίνοντο ότι είνε χωροφύλακες. Προέβησαν ολίγα βήματα προς το δάσος, πλην και πάλιν έστησαν.

Οι δυο μας περπατούσαμε στο φεγγάρικι' οι ήσκιοι μας ήταν τρεις . .. Ω μελλούμενε, ω μοιραίεξεκίνησες! Δε θα χάσης ποτέ το δρόμο. Ακούω τα βήματά σου απάνω στα πεθαμένα βήματά μου. Είσαι στην πόρτα, καλώς ναρθής. Φεύγωμα τούτο το τραγούδι μιαν ημέρα και συ θα το πης.

Ο σύζυγος, ο αγαθός άνθρωπος, ο άγγελός της . . . Και τα επίθετα ταύτα, τα οποία έρχονται εις την μνήμην της αδιάκοπα, ωσάν καμμία δύναμις να τα στέλλη, είνε τόσα κτυπήματα μαχαίρας εις την πληγωμένην ψυχήν της . . . Αλλ' η ώρα εγγίζει και πρέπει ν' απέλθη. Η πιστή τροφός την αναμένει σιωπηλή. Εγείρεται και προχωρεί ολίγα βήματα, αλλ' ενθυμείται αίφνης και διευθύνεται προς τον κοιτώνα της.

Τη στιγμή ταύτη εφάνη εις την Βεάτην ότι ήκουσεν ως πνοήν ή στεναγμόν τινα, κίνημά τι ανθρώπου αφυπνιζομένου. Ηκροάσθη. Δεν ήκουσε πλέον τίποτε. Ενόμισεν ότι ηπατήθη την πρώτην φοράν. Ητοιμάζετο να κρούση και εκ τρίτου. Αλλά συγχρόνως ήκουσε βήματα εκ του αντιθέτου μέρους. Διά της κλίμακος ην είχεν αρτίως αναβή, ανέβαινέ τις.

Εισελθών όμως ήδη εις την ελαιόφυτον πεδιάδα έχασε τον δρόμον συγχύσας τας χιονοσκεπείς ρίζας των ελαιών, και έβαινεν αγνοών, μετά προσοχής όμως πάντοτε βυθίζων τα βήματά του, αφού πρότερον εδοκίμαζε το έδαφος διά του ξυλίνου κονταρίου.

Η Φραγκογιαννού είχε καθίσει να λάβη αναψυχήν πλησίον της δροσεράς πηγής, εστήριξε την κεφαλήν εις την χείρα της, εφαίνετο βυθισμένη εις λογισμούς, και συγχρόνως «αυτιάζετο», κ' έτεινε το ους, φανταζομένη κατά πάσαν στιγμήν ότι ήκουε βήματα των χωροφυλάκων. Ο πάτερ Ιωάσαφ ήλθε να γεμίση ένα σταμνίον ύδατος, και ιδών την Φραγκογιαννού την εκαλημέρισε.

Αι δύο σκιαί δεν εισήλθον διά της πύλης, αλλ' ήρχισαν να βαδίζωσι τον τοίχον-τοίχον, κατά την βορεινήν πλευράν του λόφου εκ του μέρους της στερεάς. Η άλλη η δυτικομεσημβρινή πλευρά ήτο προς την θάλασσαν. Αι δύο μαύραι σκιαί εκρύβησαν όπισθεν του βορεινού τοίχου και ο Γιάννης της Στάμαινας έσπευσε δρομαίος και τας παρηκολούθησε. Μετ' ολίγα βήματα τας αντίκρυσε πάλιν και πάραυτα εμετρίασε το βήμα.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν