Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Αλλά μετά τρία βήματα κατεκρημνίσθη κ' έπεσε, κτυπήσας ελαφρώς εις το γόνυ. Εκεί όπου είχεν αναβή η Φραγκογιαννού, ήτο το βουνόν του Κουρούπη, βορεινόν, βραχώδες, απάτητον, και τους πόδας του εφίλει και έπληττε το κύμα του πελάγους. Η θέα ηνοίγετο προς την ακτήν της Μακεδονίας, την Χαλκιδικήν, και τον μέγαν Άθωνα. Η θέσις όπου έφθασεν η καταδιωκομένη γυνή εκαλείτο το Κοχύλι.
Μετ' ολίγας στιγμάς και άλλο πρόσωπον εξήλθεν εκ του καπηλείου και ηκολούθησε κατόπιν του Μάχτου. Ήτο ο Σκούντας. Ούτος, τουναντίον προς τον νεαρόν Αθίγγανον, εφαίνετο ότι έπραττε βεβουλευμένως. Εβάδισαν επί τινα ώραν. Η συνοδεία προεπορεύετο. Ο Μάχτος είπετο δεκαπέντε βήματα όπισθεν, ο δε Σκούντας εβάδιζεν άλλα πεντήκοντα βήματα κατόπιν αυτού.
Εκατόν βήματα απωτέρω, όπου η οδός εκατηφόριζε και ετρέπετο προς το Κάστρον, ημισείας ώρας δρόμον απέχον ακόμη, το έδαφος ήτον όλον κοκκινόχωμα εν μέσω ερεικών και σχοίνων, αι δε μάμμαι μας και προμάμμαι διηγούντο ότι το χώμα εκείνο, έχον ασυνήθη κοκκινωπόν χροιάν, εξέπεμπε προσέτι ευωδίαν ανεξήγητον. Άνθρωπος είχεν &αγιάσει& εκεί, έλεγον.
Μανθάνομεν εκ του Ευαγγελιστού Μάρκου ότι και εις τα απώτερα ταύτα μέρη τα βήματά Του παρηκολουθούντο ενίοτε από πλήθη, τα οποία συνήθως εβάδιζαν είς τινα απόστασιν απ' Αυτού και των μαθητών Του, αλλ' ενίοτε εκαλούντο πλησίον Του όπως ακούσωσι τους χαριτοβρύτους λόγους του στόματός Του.
Κάτι για να τη ζηλέψουμε τότε και την εμφάνιση του Βιζυηνού, ονομαστού από τότε για μένα ποιητή, πολύ περισσότερο προχωρημένου από μας, που μόλις τότε, δειλά τολμούσαμε τα πρώτα μας βήματα να δοκιμάσουμε, και στην εργασία μας και στη φήμη μας.
Εις τοιούτον τόπον, εις μέρος όπου υπήρχον κακοπάθειαι όπως ανακουφισθώσι, εκεί κατηύθυνε τα βήματά Του ο Αγαθός Ιατρός, και μάλιστα αφού ήτο Σάββατον. Ο Φαρισαϊσμός εφρόντιζε μόνον περί τελετών και προσφορών και λεπτολογίας τύπων· αλλ' ο Ιησούς εγνώριζεν ότι το αγαθοποιείν ήτο η θυσία εις ην ηρέσκετο ο Ουράνιος Πατήρ. Μεταξύ των ασθενών έκειτο είς επί τριακονταοκτώ έτη παράλυτος.
— Και αυτή τι την έχεις; επανέλαβεν η γυνή δεικνύουσα την Αϊμάν. — Είνε κόρη μου. — Σαν άρρωστη μου φαίνεται, είπεν η φιλοπράγμων γυνή. Ο Πρωτόγυφτος εμυρμύρισε· — Πάμε, Αϊμά. Και λαβών εκ της χειρός την νέαν προυχώρησεν, όπως αποφύγη τας φορτικάς ερωτήσεις της γυναικός εκείνης. Αύτη ηκολούθησεν αυτούς, ανυπόδητος και με την ηλακάτην όπως ήτο, βαδίζουσα τριάκοντα βήματα όπισθεν αυτών.
Ακούστηκαν βήματα, κάπως αργόσυρτα, κάπως βαριά. Μια μορφή εμφανίστηκε κάτω στο δρόμο. Ανέβαινε και μεγάλωνε, πρόβαλε γιγαντιαία στο άχρωμο φόντο του ορίζοντα. Ήταν μαύρη, αλλά μια φλόγινη κλωστή άστραφτε στο στήθος του, στο μέρος της καρδιάς.
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βιαστικά βήματα ανυποδήτων παιδιών και εις το πανωπόρτι παρουσιάσθη καταπόρφυρον πρόσωπον κορασίδος, ήτις αποσύρασα μετά δυσκολίας τον μάνδαλον, ήνοιξε την θύραν και εισώρμησε με σμήνος άλλων παιδίων. — Αχλαδία το βγάλανε, θεια Γαρεφαλιό, ανεφώνησαν όλα διά μιας, ως ν' ανήγγελλον την νίκην του Μαραθώνος. Το Γαρεφαλιό παρετήρησε τα παιδία μετά δυσπιστίας.
Κάποια βήματα δίπλα του τον σταματήσανε πάνω στο παραλήρημά του. — Δε μουρμουρίζει έτσι ο κόσμος, τούπε η φωνή του συντρόφου του ναύτη γραφέα. Δω πέρα όλοι, κι' εγώ ακόμα, είμαστε υποκείμενοι να τιμωρηθούμε. Στρατιώτες είμαστε. — Δε σκεφτόμουνα την τιμωρία. — Άστα, άστα... Ξέρω γω τι σου λέω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν