Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Τούτο ήτο τόσον ασύνηθες, ώστε την έκαμε να υποπτεύση ότι κάτι έκτακτον είχε συμβή. Εσταμάτησε, αφήκε το κάρον να προχωρήση έν ή δύο βήματα και είδε την άφρακτον τρύπαν, εκ της οποίας απέσταζαν αι τελευταίαι ρανίδες του τόσον επιπόνως μετακομισθέντος υγρού. Τότε μόνον έστρεψε την κεφαλήν και μας είδε και είδομεν και ημείς το πρόσωπον της.

Κουταμάρες, του λέω· παλιοκουβέντες! Εφούσκωσαν τα μάτια του, λες κ' ήθελε πηδήσουν από τις κόχες. Άναψε, ξεροκοκκίνησε. Ετίναξε το χέρι του μ' ορμή, σαν άνθρωπος που έχασε την υπομονή. — Πάμε! μου λέει, γέρνοντας πλάι με μεγάλα βήματα. Συ, παιδί μου, σκας Δεσπότη! Πάμε, λοιπόν, να το ιδής με τα μάτια σου... Ήταν Σαβατόβραδο.

Ακόμα ήταν οι φωνές της σάλπιγγας που κάθε μια ήξερε μόνη της να πει εκατό παραγγέλματα· και ήταν οι κρωγμοί των γλάρων που φαίνονταν εφοδιασμένοι με τη φωνή των κοράκων· κι' ήτανε τα ίδια πάντοτε στον ήχο βήματα του σκοπού ναύτη με το χτύπο του σπαθιού στο παντελόνι· και ήταν το αγκομαχητό του μπαλτά του μάγειρα που χώριζε τη μεγάλη πλάτη από το βωδινό κρέας· και ήτανε τα λόγια του αγγελιοφόρου τυλιγμένα σε ευγενικότητα όχι τόσο ναυτική: «Ο κύριος Κυβερνήτης επιθυμεί να ίδη τον κύριον ύπαρχον.» Ή: «Να ετοιμασθή η ατμάκατος διά τον υπασπιστήν του Κυρίου Ναυάρχου. »

Τότε είς των πέντε, ακούσας βήματα, εστράφη, και είδε την δευτέραν συνοδείαν, και την υπέδειξεν εις τους μετ' αυτού, ούτοι δε ετάχυνον το βήμα. Εισήλθον πρώτον, ο Λάμπρος και δύο των συν αυτώ, εις τον οικίσκον του Περμαχογιάννη, γέροντος χωρικού, έχοντος τρεις υιούς εκλογείς, οι δε λοιποί δύο της συνοδείας έμειναν εις το προαύλιον ως καραούλι.

Και τα κυπαρίσσια δεν είναι πένθιμα και οι πέτρινες στήλες των τάφων πέφτουν μία μία και σκεπάζονται, από των ανθρώπων τα βήματα και από το χώμα της βροχής και των άνεμων.

Επήγα μαζί με τον Κωσταντήν πολλά βήματα πέραν του ιερού της εκκλησίας με έν υπόδημα, χωλαίνων και πατών επί ακανθών. Ευτυχώς ο Μπαλής δεν είχε υπάγει μακράν, ήτο διακριτικόν άλογον. Είχεν απομακρυνθή απλώς διά να βοσκήση, και δεν είχε βάλει κακόν εις την κεφαλήν του.

Η Σοφία, έτεινεν ισχυρώς τα ώτα, και οι ψίθυροι εγίνοντο ευκρινέστεροι. Τότε εσηκώθη σιγά, επάτησε με τους πόδας γυμνούς δύο βήματα, και ήνοιξεν έν μικρόν συρτάρι εις χαμηλόν σκαμνοτράπεζον παρά τον τοίχον. Την στιγμήν που ήνοιξε το συρτάρι ενθυμήθη να επικαλεσθή τα θεία.

Έπειτα οι δύο στρατοί εκινήθησαν· και οι μεν Αργείοι και οι σύμμαχοι εχώρουν ταχέως και ζωηρώς, οι δε Λακεδαιμόνιοι αργά και εις τον ήχον πολλών αυλητών ομού συνηγμένων· τούτο δε δεν είναι έθιμον ιερόν, αλλά τρόπος διά να κανονίζωνται τα βήματα των προς τον ρυθμόν της μουσικής και διά να μη διασπάται η τάξις των, ως συμβαίνει συνήθως εις τους μεγάλους στρατούς εις την στιγμήν της προσβολής.

Ο γέρος σύντροφός του όμως σηκώθηκε ξαφνικά, ψηλός, ταλαντευόμενος σαν βλαστός δέντρου που τον σείει ο άνεμος, έκανε μερικά βήματα και έπεσε επάνω στον Ιστένε ρίχνοντάς του γροθιές στο κεφάλι σαν να’ τανε σφυριά.

Δε χάνεται ο κόσμος για ένα γύρο. . . Ας ήν' καλά οι Κύριοι που μας βάλανε στα αίματα. . . Φώναξαν οι δυο φίλοι, καταχαρούμενοι, το γκαρσόνι και πλέρωσε ο Μίμης και βγήκαν έξω όλοι μαζί βιαστικοί, αφήνοντας να προσπεράση η Λιόλια που βαστούσε ένα ροζ σαλάκι στο χέρι και πήγαινε με την τραγιάσκα της την μπλε-μαρέν σαν ονειρεμένη. . . Μόλις κάμανε λίγα βήματα, θυμήθηκαν πως έπρεπε να μασσήσουν και μια στάλα, πριν απ’ το χορό. Τι, με μια πάστα θα με περάσετε ! είπε ο χοντρέλης γελώντας. Θες να φας τίποτα, Λιόλια, ρώτησε ο Νίκος.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν