Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Και της έταξε, λέει, ο Κωσταντής πως ό,τι κακό κι αν τους έρθη, θα πάη αυτός να τη φέρη πίσω, κ' έτσι σύχασε, λέει, η καρδιά της. Ως τόσο ακούγω σύρτα φέρτα από τώρα μες στην αυλή τους. Περμ. Χμ! Έβγα τρέχα μην τύχη και σε ξεχάσουν, που ψυχή δεν αφίνεις απείραχτη μες στη γειτονιά. Τρέχα, και τα λαχτάρησε η κερά Δέσπω τα μούτρα σου. Άλλη έννοια, βλέπεις, δεν είχε κι άλλη χολή τέτοια μέρα. Πιπ.
— Να σ' πω, το σπίτι προικιό σ' είνε; — Δεν μ' αφίνεις ήσυχη, χριστιανέ; Απήντα πάλιν η χήρα μετά ζωηρότητος. Αλλ' ο σκληρός δανειστής δεν έπαυσε να την ανησυχή. Πολλάκις δε εκείνη τον έβλεπε να περιτριγυρίζΗ την οικίαν με ύφος λαιμάργου γαλής οσφρανθείσης οψάρια, προσπαθών ν' ανακαλύψη και καλά, επάνω εις τ' αγκωνάρια ίσως, ότι η οικία δεν ήτο προικώα.
Να βρω το ναύλο μου και να φύγω...» Τώμαθε ο Γερο-Τρακοσάρης. Μια μέρα με βρίσκει κάτω στο γιαλό. Με αποπήρε. «Έχεις μυαλά, Νικόλα παιδί μου, ή δεν έχεις; Με τα μυαλά των γυναικών αρμενίζεις; Γιατί δεν αφίνεις το παιδί να πάη στην Αμέρικα, να ιδήτε και σεις Θεού πρόσωπο; Τι να τον κάνης εδώ που τον φυλάς; Δε βλέπεις την κατάντια του νησιού μας;» Να τον στείλω μαθές, είπα κ' εγώ.
Δεν αφίνεις, αδερφέ, και λίγο αυτά τα παλιόχαρτα να ιδής τι γίνεται γύρω σου· Μα το σταυρό άμα μπαίνω εδώ μέσα μου φαίνεται πως μπαίνω σε τάφο. — Κ' εμείς, βέβαια, σας φαινόμεθα τυμβωρύχοι· είπε με ειρωνικό χαμόγελο ο Περαχώρας, κυττάζοντας τους συντρόφους του.
Κτήνος; μον ορθοποδίζεις. Μέταλλο; αμ δεν αχρήζεις. Με κανένα δεν ταιριάζεις, Και απ' όλα προσουμιάζεις. Πόθον είχα και μεγάλο Σε μια τάξι να σε βάλω. Πές μου, Μώκο, στα σωστά σου, Μη είσαι τάχα;... Στάσου, στάσου. Τρως, μουγκράς, κοιμάσαι, πίνεις. Υποψία δεν αφίνεις. Ζώο είσαι δίχως άλλο. Σου το πίτυχα. δε σφάλλω. Αμ τι ζώου είδος είσαι, Δε μας λες; το προσποιείσαι Ό,τι είπα να είσαι σόνει.
»Όταν συλλογίζουμαι κάποτε πως είσαι συ μαζί μου, πως μιλείς για όλα και δεν αφίνεις κρυμένη ούτε μια δίπλα της καρδιάς σου, νομίζω τότε πως είμαι ηχώ δική σου και πως είμαι τόσο φτωχή, ώστε να μην μπορώ να σου ξαναδώσω τίποτε. Κι όταν μου είπες πως δεν είναι έτσι, αιστάνθηκα πως είμαι τόσο ευτυχισμένη και τόσο πλούσια. Και γνωρίζω πως σου τα έδωσα όλα όσα μπορούσα να δώσω κι όλα όσα έχω.
Το μόνο κακό είνε πως δεν ξέρουν ακόμα τον τρόπο για να τη φανερώσουν. Να, για πρόσεξε· δε σου φαίνεται πως η Αντρομάχη κλαίει τον Έχτορά της; — Μάννα μ', να σε ρωτήσουμε και να μας μολογήσης, Τίνος αφίνεις τα κλειδιά από τ' αρχοντικό σου ; Ρώταγε παραπονετικά η Ελπίδα.
ΞΟΥΘΟΣ Δόσε μου να φιλήσω το χέρι σου, και το κορμί στην αγκαλιά να σφίξω. Είσαι καλά, ή χάλασε κάποιος θεός το νου σου; ΞΟΥΘΟΣ Είμαι τρελλός; που εύρηκα και θέλω να φιλήσω ό,τι αγαπούσα πειό πολύ; Στάσου, μήπως εγγίζοντας το ιερό στεφάνι το σπάσης. Θέλω μοναχά να σ' αγκαλιάσω, κι όχι να σου το πάρω• εύρηκα εκείνο που αγαπούσα. Μ' αφίνεις, ή το τόξο μου θα πάρω, να τρυπήσω τα στήθια σου.
Αλλά πρέπει, είπεν ο Σωκράτης, να του ψάλλωμεν κάθε ημέραν εξορκισμούς, έως που να ιατρευθή. Από πού λοιπόν να πάρωμεν, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας, καλόν εξορκιστήν διά τα τοιαύτα, επειδή, είπε, συ μας αφίνεις;
Η γυνή όμως του Ινταφέρνους, ελθούσα εις την θύραν του βασιλέως, έκλαιε και ωδύρετο· επειδή δε δεν έπαυε, συνεκίνησεν επί τέλους τον Δαρείον, όστις, ευσπλαγχνισθείς αυτήν, έπεμψεν απεσταλμένον όστις τη είπεν· «Ω γύναι, ο βασιλεύς Δαρείος σε συγχωρεί να σώσης από όλους τους συγγενείς εκείνον τον οποίον θέλεις.» Η γυνή, σκεφθείσα επ' ολίγον, απεκρίθη· «Αφού ο βασιλεύς μοι χαρίζει την ζωήν ενός εξ αυτών, εκλέγω μεταξύ όλων τον αδελφόν μου.» Μαθών δε ο Δαρείος ταύτα και εκπλαγείς έπεμψε πάλιν και τη είπεν· «Ω γύναι, ο βασιλεύς σε ερωτά ποίαν σκέψιν έχουσα αφίνεις τον άνδρα και τα τέκνα σου και προτιμάς να σωθή ο αδελφός σου, όστις σε είναι μάλλον αλλότριος ή τα τέκνα σου, και ολιγώτερον αγαπητός του ανδρός σου.» — Ω βασιλεύ, απεκρίθη κείνη, άνδρα μεν ειμπορώ να εύρω άλλον, εάν θέλη ο θεός, καθώς και τέκνα άλλα, εάν χάσω αυτά· αλλ' επειδή ο πατήρ και η μήτηρ μου δεν ζώσι πλέον, αδελφόν άλλον με είναι αδύνατον να εύρω κατ' ουδένα τρόπον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν