Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Έσκυψα κ' έβρεξα με νερό τη γλώσσα και τα χείλη της και κοίταξα το πρόσωπό της όσο που θολώσανε τα μάτια μου και δεν έβλεπα τίποτε πια! Ωστόσο πίστευα πως είμαι κοντά της κι αν της έμενε μια ανάμνηση, πουάφταστη σε μένα, χωρισμένη απ' όλα όσα ονομάζουμε θνητή ύπαρξηγυρνούσε γύρω στην ίδια της ζωή, ήξερα πως είμουνα και γω εκεί μέσα.

Εις την μεγάλην φιλύραν, που βρίσκεται ένα τέταρτον της ώρας από την πόλη προς το Σ . . . ., εσταμάτησα, κατέβηκα και διέταξα τον αγωγιάτην να προχωρήση, για να γευθώ πεζός με όλη την καρδιά κάθε ανάμνηση άλλη μια φορά και ζωηρά. Εκεί εστεκόμουν λοιπόν κάτω απ' τη φιλύρα, η οποία άλλοτε, όταν ήμουν παιδί, ήτον το τέρμα και τα όριο των περιπάτων μου. Πόσον αλλοιώς είναι τώρα!

Έπαψε, με το πρόσωπο γερμένο πάνω στο ακορντεόν και το βλέμμα σοβαρό από την ανάμνηση. «Πες τα μου όλα. Μπορείς να τα πεις σ’ εμένα, Τσουαναντό. Είμαι κι εγώ της οικογένειας σχεδόν.» «Ναι, θα σας τα πω. Λοιπόν, η Γκριζέντα ήταν άρρωστη, έλιωνε σαν το κερί. Τη νύχτα είχε πυρετό. Σηκωνόταν σαν τρελή και έλεγε: θέλω να πάω στο Νούορο. Όταν όμως ήταν ν’ ανοίξει την πόρτα, δεν μπορούσε.

Είτανε μικρόσωμη και λιγνή και την πρωτοείδα στο δρόμο, σε μια σύσταση της στιγμής κάτω από τη λάμψη ενός φαναριού. Άμα χωριστήκαμε, μου μείνανε στην ανάμνηση δύο μάτια παράξενα μεγάλα και βαθειά.

Και μέ μου φαίνεται παράξενο πως η ανάμνηση των μερών αυτών κρατήθηκε τόσο ζωηρή περσότερο από τριάντα χρόνια. Είμουνα δηλαδή τότε μόλις έξι χρονών κ' οι θύμησες της ηλικίας αυτής σβήνουνε πάντα έξω από κείνες, που δένουνται με το σπίτι, όπου ζήσαμε χρόνια ολάκερα. Όλον τον καιρό έπειτα έβλεπα μπροστά μου τη θάλασσα, έτσι όπως την είχα δει τότε.

Ωστόσο τη ρωτούσα και πολλές φορές μπορούσε να μου χαμογελά με μια τέτοιαν έκφραση, σα να έτρεχε η ψυχή της μακριά, με μιαν έκφραση, που μου βασανίζει ακόμα την ανάμνηση, γιατί ίσια ίσια αυτή η έκφραση είταν εκείνο, που προσπάθησα να νικήσω τόσα χρόνια κι ωστόσο κυριάρχησε και με νίκησε. — Δεν πρέπει να με ρωτάς, μου είπε μια φορά. Δεν το γνωρίζω και γω τι είναι.

Τότε όμως αυτό το περιστατικό μας έκαμε άλλη εντύπωση, παρότι μου κάνει τώρα η ανάμνησή του. Τότε μας έκαμε να πάμε και στο μέρος, που κατοικήσαμε για τρίτη φορά το καλοκαίρι, και να νοικιάσουμε για δεύτερη φορά το σπίτι, που η γυναίκα μου δεν ήθελε να το δη στην αρχή. Και χαρούμενοι τραβήξαμε όξω στο μέρος, που μας έδενε μαζί του μια σκουριασμένη καρφίτσα, που δεν την πήρε κανείς.

Και εάν η Έστερ ανοίξει το στόμα της να πει κάτι, εκείνη την κοιτάζει με τέτοιο φοβερό βλέμμα, που της κόβεται η μιλιά.» «Το ίδιο και μ’ εμένα», είπε ο Έφις. «Ακριβώς το ίδιοΚαι ένοιωσε σχεδόν ανακούφιση, επειδή η ανάμνηση των ματιών της Νοέμι τον καταδίωκε χειρότερα απ’ ό, τι η παλιά του τύψη. «Άκουσέ με τώρα. Αφού από εκείνες δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα, πήγα και ρώτησα την Καλίνα.

Όλα είναι σιωπηλά γύρω μου και νομίζω πως τον βλέπω, όπως τις τελευταίες μέρες που είταν ορθός ακόμα, να περπατά στους δρόμους του κήπου κρατώντας με το μικρό, τρυφερό του χέρι το δικό μου και να μιλή αδιάκοπα, ενώ με κοίταζε με τα στοχαστικά παιδικά μάτια του. Και καθώς βυθίζουμαι στην ανάμνηση αυτή, η απελπισία πως δε θα τον ξαναδώ ποτέ μου είναι όσο δε λέγεται πικρή.

Οι χρόνοι και η ανάμνηση των παθημάτων είχον μετρήσει οπωσούν τον ζήλον του αποστόλου, ώστε ουδέν επεχείρει πλέον άκοντα να κατηχήση, ουδένα άνευ της συγκαταθέσεως του εβάπτιζε πλην μόνων των νεκρών, όσους ανεύρισκε την επιούσαν μάχης παρά τας όχθας του Άλβιος και του Ρήνου· καθότι κατά την τότε επικρατούσαν γνώμην και εις νεκρούς απονεμόμενον το βάπτισμα ήνοιγεν αυτοίς τας ουρανίους πύλας.

Λέξη Της Ημέρας

ανάπλεως

Άλλοι Ψάχνουν