Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Κι ανάμεσα στης χινοπωριάτικης βροχής το κρύο κλάψιμο, πιο βαθύ μυστήριο, πιο βαθύς τρόμος, περίχυνε την αγριότη, που με τριγύριζε. Ψηλά στον κατακόκκινο, τον καταπληγιασμένο γίγαντα, ανάμεσα στα ματωμένα στήθη του, μια κορδελίτσα δρόμου, ίσια σα γραμμή συρμένη με χάρακα, κοκκίνιζε εδώ, και μαύριζε εκεί, κ' άσπριζε παραπέρα. Δίχως άλλο κάποιο μονοπάτι είταν. Τ' ακολούθησα με προσοχή, ξαφνισμένος.
Όθεν εμείς την άλλοτε αδελφήν μας, τώρα βασίλισσάν μας, σεβαστήν συγκληρονόμον του κράτους τούτου, οπού λαμπρύνει αρμάτων δόξα, θελήσαμε — με ηδονήν κάπως κομμένην, με ιλαρό το 'να μάτι, με το δάκρυ 'ς τ' άλλο, με γέλια 'ς την θανήν, με θρήνους εις τον γάμον, την χαράν με την πίκραν ίσια ζυγιασμένην — να νυμφευθούμε· και δεν έχομε αποκλείση, 'ς αυτό, την συνετήν σας γνώμην, 'πού ελευθέρως εβάδισε μ' εμάς· και σας ευχαριστούμε.
Μπήκε μέσα μου μια παλληκαριά, μια ξαποφασιά, σαν κείνη που μου ήρχουνταν κατόπι στις θαλασσινές τις φουρτούνες απάνω. Βρίσκω αφορμή και τρέχω στην κάμαρά μου. Ίσια στο κρεββάτι μου χώθηκα. Όλη τη νύχτα συλλογή στο κρεββάτι. Ν' αλλάξω σπίτι και να γλυτώσω από τη γαλανομάτα τη Νεράιδα, καλό κι άγιο.
Μάθαμε μάλιστα, — και δεν είταν ανάγκη να προκόψη πολύ η φιλολογία για να μας το δείξη — που ο Σαικσπείρος, ο Βολταίρος κι ο Γκέτες έγραφαν και μιλούσαν ίσια ίσια του μάγερά τους τη γλώσσα. Όταν ο Βολταίρος έλεγε je suis, tu es, il est, ο Γκέτες ich bin, du bist, er ist, ο Σαικσπείρος I am, he is, έτσι απαράλλαχτα τόλεγε κι ο μάγεράς τους σε κείνα τα χρόνια και το λέει ακόμη και σήμερα.
Τι να κάμη η γυναίκα, ανοίγει την πόρτα. Άμα βεβαιώθηκε ο Τούρκος πως είταν απροστάτευτο το καλύβι, χώθηκε μέσα. Δεν αφήκε μήτε γυναίκα μήτε παιδιά. Ίσια στο Διβάκι τους κουβάλησε και τους έξη. Και τώρα να δήτε το πιο παράξενο.
Για κάθε πράμα θα σου μιλήσουνε, για γλώσσα, για ποίηση, για ρομάντζα, για φιλολογία· μόνο Ακαδημία δε βάνουνε στο νου τους, κ' ίσια ίσια για τούτο παίρνει δρόμο λίγο λίγο η μικρή Ακαδημία του Κασδόνη. Δημοτική, εθνική Ακαδημία! Άμα φανερωθή, δίχως να είναι και Παναγιά, θα γιατρέψη πια και τους δασκάλους. Να μην είταν οι παππάδες, τι θα γίνουμουν και γω δεν τοξέρω.
Όμορφη βραδινή, και το φεγγάρι μισόγεμο. — Αμέ, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Πανάγος με το στοχαζούμενό του χαμόγελο, και καμώνοντας πως ξύνει το κεφάλι του κατά το δεξί του αυτί, έτσι από λεβεντιά. Από του Πανάγου τα δένδρα ίσια σπίτι του ο Μιχάλης. Έμπαινε σα φταιξιάρης, δέκα ώρες απάνω κάτω. Λέει της Βασιλικής — Βασίλω, απόψε πάω στους λαγούς με τον Πανάγο μαζί. Του είπα νάρθη εδώ στις έντεκα.
Πως την Χρυσίδα με στερεί ο Φοίβος ο Απόλλων, Κ' εγώ μεν με καράβια μου, και φίλους μου την στέλνω, Αλλά την καλομάγουλην Βρισίδα κ' εγώ παίρνω, Το δώρον σου, ερχόμενος ο ίδιος 'ς την σκηνήν σου, Για να ιδής εσύ καλά το πόσον απ' εσένα Είμαι καλλίτερος εγώ· να φοβηθή και άλλος Ίσια μ' εμένα να 'μιλή, και όμοιος να γένη.
Και δεν ξενιτευούμουνα μήτε για δουλειά· σκοπός της μακαρίτισσας είτανε να με κάμη «μεγάλον άνθρωπο». Για την προίκα της αδερφής μου ανάγκη να βιαζούμαστε δεν είταν, επειδή τα πρόβλεψε όλα ο μακαρίτης ο γέρος, και της είχε αφημένα ίσια ίσια τα χτήματα πούβλεπες πέρσυ σαν περνούσες από τα μέρη μας και ρωτούσες. Σκοπός μας λοιπόν είτανε να σπουδάξω, και πια ή γιατρός ή και Δεσπότης αν ήθελε ο Θεός.
Αργά, νυσταγμένοι σηκωθήκαμε απ' το τραπέζι. Καθένας πήρε το κελί του. Ο ηγούμενος με πήγε ίσια με το κελί που θα περνούσα τη νύχτα μου, με ρώτησε αν ήθελα κι άλλες βελέντζες για σκέπασμα κ' έφυγε: — Καλή νύχτα, κι εγώ τόρα θα πλαγιάσω εδώ κοντά, πλάι-πλάι έχουμε τα κελιά μας απόψε. Καλό ξημέρωμά σας... Έκλεισα τη σαρακοφαγωμένη πόρτα και ξαπλώθηκα στο ξύλινο κρεββάτι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν