Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Ενώ έσπευδαν για το Καρδουέλ οι κήρυκες, απεσταλμένοι του Μάρκου στο Βασιληά Αρθούρο, μυστικά η Ιζόλδη έστειλε στον Τριστάνο τον ακόλουθό της Περινίς, τον Ξανθό, τον Πιστό. Ο Περινίς έτρεξε μέσα στα δάση, αποφεύγοντας τα πατημένα μονοπάτια, ως ότου έφθασε στην καλύβα του δασοκόμου Όρρι όπου, από πολλές ημέρες, τον περίμενε ο Τριστάνος.

Μετ' ολίγα λεπτά, οι δύο χωροφύλακες, αφού έρριψαν τελευταίαν βλέμμα προς την κλαβανήντην οποίαν είχον ιδεί να κλείεται ακριβώς καθ' ην στιγμήν εισήρχοντο εις το ισόγειονεξήλθον. Η Αμέρσα ανεσηκώθη. Της εφάνη ότι ήκουσε τριγμόν εις το κάτω σκαλοπάτι της εξωτερικής σκάλας, ήτις ήτο ξυλίνη, σκεπαστή υπό το ευρύχωρον χαγιάτι, το υπόστεγον. Ετρεξε προς την θύραν.

Είπε, κι' ακούει η γλήγορη θεά, και χέρι χέρι έτρεξε κάτου απ' τις κορφές της Ίδας ως στον κάμπο. Πώς αψηλά οχ τα σύγνεφα πέφτει χαλάζι ή χιόνι 170 κατάκριο, σα φυσάει βοριάς και φέρνει παγοκαίρι, έτσι γοργόποδη η θεά πιλάλησε ως τον κάμπο.

Τότε οι θεοί χειρότερα πιο ακόμα των παθών τους τον τάραχο ίσως πάθαιναν απ' τους θυμούς του Δία, μόνε από φόβο η Αθηνά, όλοι οι θεοί μην πάθουν, όξω χοιμά οχ το πρόσπιτο κι' αφίνει το θρονί της, κι' έτρεξε αμέσως τούβγαλε τα κράνο απ' το κεφάλι 125 και την ασπίδα απ' το κορμί, και τ' άσπαστο κοντάρι του τ' άρπαξε απ' τη χέρα του και τόστησε στην κόχη.

Πετάχτηκε τότες ο Χασάνης αγριεμένος κ' έτρεξε κατά το χαρέμι. — Αμάν, Έφεντημ, στάσου! Αν είναι να παιδευτή κανένας, εγώ πρέπει να παιδευτώ, που είχα μάτια κ' είδα ένα πλάσμα που ήλιος δεν τάγγιξ' ακόμα. Μπήξε το μέσα μου το χαντσάρι σου, να μη λες πως ζη εκείνος που την είδε την κόρη σου. Στέκεται ο Αγάς κι αγριοβλέπει. — Δεν έχεις χαντσάρι μαζί σου; Να το δικό μου.

Ο μπαμπάς το πήρε κι αυτός πολύ σοβαρά κι απάντησε: — Σου υπόσχομαι, θα γράψω και για σένα ένα βιβλίο. — &Μόνο& για το Νέννε, ξαναείπε ο μικρός δίνοντας να εννοηθή καθαρά πως αυτό είταν το σπουδαιότερο. — Μόνο για το Νέννε, απάντησε σοβαρά ο μπαμπάς. Ο μικρός έφυγε. Έτρεξε κ' έφερε το νέο ως την κουζίνα κ' έμεινε ικανοποιημένος τέλεια τη στιγμή αυτή. Ο μικρός δεν έπαψε να το θυμίζη.

Μόλις σαν χελιδονάκι που σιγοπετά προμηνώντας την άνοιξι εφαινόταν το καράβι ασώματο μακριά, λέγεις και ήταν της διψασμένης φαντασίας μας δημιούργημα. Και όμως επίστεψα πως μας είδε, πως άκουσε τις φωνές, εγνώρισε τον κίνδυνο κ' ερχόταν βόλι καταπάνω μας. Ήρθε μάλιστα στιγμή που αφήσαμε μάρμαρο τις τρόμπες έτρεξε καθένας στην πλώρη για να εύρη τίποτα χρειαζούμενο να πάρη μαζί του.

Η γυναίκα του, απόνα πλαγινό δωμάτιο, έτρεξε, σαν άκουσε το θόρυβο: με είδε ξαπλωμένο στο τραπέζι με τη σταυροειδή τομή μου· τρόμαξε περισσότερο από τον άνδρα της, τούδωσε γρήγορα κ' έπεσε πάνω του στη σκάλα.

Αυτός δεν αντιστάθηκε, την άφησε από τους βραχίονάς του και έπεσε αναίσθητος μπροστά της. Αυτή έφυγε βιαστικά παραδομένη σε μια λυπηρή ταραχή, τρέμοντας μαζί από αγάπη και οργή, «Είναι η τελευταία φορά. Βέρθερε! είπε. Δεν θα με ξαναϊδήτε». Και με βλέμμα γεμάτο αγάπη προς τον δυστυχισμένο έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο και κλείστηκε κει μέσα.

— Ο πνευματικός κόσμος είνε δικός σας· σας το είπα και άλλοτε· ο πνευματικός κόσμος είνε αναφαίρετο κτήμα σας· τον βεβαίωσε ο Περαχώρας κάνοντας το ίδιο. Ο Αριστόδημος παρηγορήθηκε. Έτρεξε πριν από κειούς στ' άλογα· έσφιξε τα χαλινάρια, εδοκίμασε τα σκαλόλουρα, τις σέλλες· τρόπο ήθελε να βρη για να δείξη την ευγνωμοσύνη του.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν