Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Δεν είχεν αυτός καλά τελειώσει την απόφασίν του, και ευθύς ο λαός έτρεξε και έφερε με μεγάλην επιθυμίαν τόσα ξύλα, που ήταν αρκετά να καύσουν είκοσι μάγους· τόση ήτον η προθυμία που είχαν διά να με ιδούν πολλά ογλήγορα γενόμενον εις στάκτην.

Και στην άλλη την άκρη, ως είκοσι οργυιές μες στο νερό, ξετινάζουνταν κάθε λίγο μεγάλη ουρά και χτυπούσε τα κύματα. Ξεχνούμε τις πίκρες των σεφεριών, και σηκωνούμαστε στο ποδάρι... Πρώτος ο γέρος έτρεξε και πήρε το σπάγο στα χέρια. Κι αρχινάει και τραβάει κι αφίνει πάλι καλούμα, σαν τεχνίτης θαλασσινός.

Έβγαλε τις φωνές η Λιόλια κ' έτρεξε με τα γέλοια κάτω στην κουζίνα. Ο Νίκος από πίσω. Την κυνηγούσε στην αυλή κι αυτή ξεφώνιζε απ’ τα γέλοια. Ξαναμπήκανε μέσα στην κάμαρη κ’ έτρεξε η Λιόλια να φυλαχτή κοντά στη Βεργινία, πίσω απ' το κρεββάτι. Ήτον κατακόκκινη, σα μαγιάτικο τριαντάφυλλο χιονισμένο απ’ τα χαρτάκια· τα μαλλιά της στέκονταν ανάερα σα χρυσό σύννεφο.

Ενθαρρυνθέντες δε εκ της ειδήσεως ταύτης οι Αθηναίοι ηθέλησαν ν' αναστατώσωσι τας ελληνικάς πόλεις κατά της Μακεδονικής δυναστείας, και προς τον σκοπόν τούτον έστειλαν πρέσβεις εις διαφόρους πόλεις. Ο δε φιλόπατρις Δημοσθένης, λησμονών την κατ' αυτού καταφοράν των συμπολιτών του, έτρεξε προθύμως προς ενίσχυσιν των πρέσβεων της πατρίδος του.

Η Δελχαρώ έτρεξε ν' ανοίξη το ερμάριον, κ' έλαβεν εκείθεν ολίγα παξιμάδια. — Δώσε μου και το καλάθι μου. . .κ' ένα μαχαιράκι, επανέλαβεν εν άκρα βία η Φρακκογιαννού . . . Βάλε μου κ' ένα χράμι μάλλινο μέσα . . . και τη μανδήλα μου . . . τα παληοτσόκαρά μου . . . Δώσε μου και το ραβδί μου . . . ψάξε να το βρης! Η Δελχαρώ, εν άκρα σιγή και υπομονή, επροσπάθει να εκτελέση όλας τας ετοιμασίας ταύτας.

Τι ευχαρίστηση θα λάβουν οι λος πάδρες, όταν μάθουνε, πως τους έρχεται ένας λοχαγός, που ξέρει τα βουλγαρικά γυμνάσια! Όταν φτάσανε στα πρώτα φυλάκια, ο Κακαμπός είπε στο φρουρό, ότι ένας λοχαγός ζητούσε να μιλήση στον κύριο διοικητή. Πήγανε να ειδοποιήσουνε τη μεγάλη φρουρά. Ένας αξιωματικός Παραγουαϊάνος έτρεξε στον διοικητή να του μεταδώσει την είδηση.

Έβαλε τα δάχτυλα στο λαιμό του κ' έσφιγγε δυνατά σα νάσφιγγε το καρύδι του Θεομίσητου. Μα ο Δημητράκης έτρεξε και του ξεκόλλησε με δυσκολία τα χέρια. — Βρε, αδερφέ, τι σου φταίει ο κόσμος και τον φορτώνεσαι; του είπε αυστηρά. Έπειτα σκύβοντας κάτω·Έχεις δίκιο κ. Κουρδουκέφαλε· έχεις δίκιο· είπε μαλακά. Μάς δάνεισες, να πάρης πίσω τα λεφτά σου.

Αυτοί όμως είχαν πάντα τον Καλέμη και δεν τον άλλαζαν ποτέ. Μα εκείνη τη χρονιά η αμαρτία το έφερε να χωρίσουν. Ο πατέρας σου εμπήκε σε μια Αιγινήτικη μηχανή. Ο αρραβωνιαστικός μου έμεινε με τον Καλέμη. Μόλις επήρε την προκαταβολή έτρεξε κοντά μου. — Πάρτα, Χρυσούλα, μου λέγει και φύλαξέ τα κόμπο. Αν γυρίσω πίσω να κάνουμε το γάμο και ν' ανοίξουμε το σπίτι.

Γιε μου, καλά έχουνε πη: «η τρέλλα δεν είναι αντρεία». Περίμενε λίγο! .. .» Όταν πήδησε ο Τριστάνος από το γκρεμό, ένας φτωχός άνθρωπος του λαού τον είδε να σηκώνεται και να φεύγη. Έτρεξε στο Τινταγκέλ και γλύστρησε ως το δωμάτιο της Ιζόλδης. — Βασίλισσα, πάψε πεια τα κλάμματα. Ο φίλος σου ξέφυγε. — Δόξα τω θεώ, είπε η Ιζόλδη.

Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς την αυλή με τρομαγμένα μάτια. «Δεν μπορεί να είναι ο ταχυδρόμος∙ πέρασε ήδη…Τα χτυπήματα αντηχούσαν μέσα στη σιωπηλή αυλή. Έτσι χτυπούσε ο πατέρας της όταν αργούσαν να του ανοίξουν….. Άφησε το γράμμα και έτρεξε κάτω, αλλά όταν έφτασε στην εξώπορτα σταμάτησε για ν’ ακούσει. Η καρδιά της χτυπούσε, σαν να έπεφταν τα χτυπήματα στο στήθος της. «Θεέ μου! Θεέ μου!

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν