Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Μερικοί από τους προεστούς, που ήσαν φίλοι του, επήγαν και ενώθηκαν με αυτόν και εζητούσαν διά να βασιλεύση αυτός, όθεν έγιναν δύο σχίσματα· άλλοι ήθελον αυτόν, και άλλοι εμένα· τέλος πάντων τόσον έκαμε, που όλος ο λαός έτρεξε προς αυτόν, και με άφησαν εμένα χωρίς συνδρομήν.
Ο Δημήτρης υποσχέθη κ' έτρεξε να βρη τ' άλλα παιδιά, που εφεύγανε με φωνές. Ο παππά Συνέσιος έμεινε στο ίδιο μέρος και πότε ποτ' εγύριζε πίσω του κ' έβλεπε.
Τα τέκνα μου είνε αναρίθμητα. Και εκινήθη προς την θύραν, όπως εξέλθη. — Πού θα υπάγητε, ηρώτησεν η Αϊμά. — Θα υπάγω εις την οικίαν μου, οπόθεν ήλθα. — Και πού ευρίσκεται η οικία σας; — Είνε πολύ μακράν απ' εδώ. Η Αϊμά την ηκολούθησεν έξω της θύρας. Είδεν αυτήν λαβούσαν την οδόν, ήτις περιέκαμπτε τον λόφον, και γενομένην άφαντον όπισθεν της πρώτης καμπής. Είτα έτρεξε κατόπιν της.
Ο λεβαντίνος πλοίαρχος έτρεξε καταπάνω τους και οι χτυπιές του βούνευρου πέφτανε βροχή. — Στάσου! στάσου! άρχοντα, φώναξε ο Αγαθούλης, θα σας δώσω όσα χρήματα θέλετε. — Πώς! είναι ο Αγαθούλης, έλεγε ο ένας από τους κατάδικους. — Πώς! είναι ο Αγαθούλης, έλεγε ο άλλος.
Ούτος δεν είχε πολλήν περιέργειαν εις τας θορυβώδεις σκηνάς, και δεν ηγάπα άλλους επίσκέπτας πλην των συνήθων οινοποτών. — Ησυχάσατε! έλεγεν ο Τρανταχτής. Τι έτρεξε; — Μη ζυγόνετε, Γύφτοι! έκραξεν ο Σκούντας. Ιδών ούτος το ερεθιστικόν της σκηνής ταύτης, ενόμισε καλόν να κάμη τον ανδρείον. — Ειπέτε μου εμένα, τι θέλετε; είπεν ο Τρανταχτής, επιθυμών να γείνη διαιτητής.
Έτρεξε τον δρομίσκον τον ανωφερή, εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τους βράχους, και μετά ημίσειαν ώραν έφθασεν ασθμαίνουσα εις τον οικίσκον του Λυρίγκου. Εστάθη διά να λάβη αναπνοήν, είτα έκρουσε την θύραν. Περί ενός μόνου ήτο βεβαία, ότι οι δύο «ταχτικοί» ευρίσκοντο παντού αλλού, αλλ' όχι εις αυτό το καλύβι, όπου υπήρχε γυνή λεχώ με την συντροφίαν της μητρός της.
Αι γυναίκες ήρχισαν να κραυγάζουν και η περισσότεραις έτρεξαν προς τον νέον και πρώτη η μητέρα του, η οποία αλλοφρόνησεν όταν είδε το αίμα• και η νύμφη δε έτρεξε προς αυτόν φοβηθείσα διά την ζωήν του.
Έτρεξε, λέγουν, και τότες κάτι σαν παρατράγωδο, επειδή βγήκανε θεατρίνοι και περιγέλασαν τα ψεγάδια του ακολουθώντας παλαιικό συνήθειο της Ρώμης. Κι ακούγοντας τα το καταχάρηκε ο Χριστιανικός ο λαός. Ευλαβής όμως όντας, καθώς είδαμε, ο νέος Βασιλέας, άρχισε από τώρα να νοιάζεται για την ειρήνεψη της αναστατωμένης Χριστιανωσύνης.
Άμα είδε το απίστευτον θέαμα, η πτωχή γυνή, έτρεξε με τρεμούσας κνήμας, με την γλώσσαν κρεμαμένην έξω, λευκή ως σινδών, έτρεξεν επάνω εις την οικίαν, κ' έπεσεν αμέσως εις την στρωμνήν πυρέσσουσα. «Της ήρθε άτυχα». Είχε χτυπηθή. Και δεν της επήρε μεν η Καντίνα τη μιλιά της, διότι με την γλώσσαν παραλυθείσαν δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση κραυγήν, αλλ' έμεινε τραυλή διά βίου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν