United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έπεφτε αλύπητο, εκατέβαινε γοργό και γλίγωρο, βαρύ και ολόχοντρο το μουσκεμένο το σκοινί, πάνω στα παραλυμένα κορμιά, που εκατάπεφταν οι άμοιροι ξέψυχοι από το πολύ τουμπάνισμα, χωρίς ούτε άχνα να μπορούν να βγάλουν. Ήταν πάλι σήμερα ο Βλαχογιώργος αρχιφύλακας πάνω στα φοβερά μπουντρούμια της φυλακής, που λες κ' είνε θαμένα μες τη γη, μόνο ένα στεφάνι ουρανό απάνωθε ξανοίγουν.

Κ' εκείνοι, έχοντας όλα μπόλικα από το άρπαγμα, επίνανε, χαροκοπούσαν, εκάνανε γιορτή σαν να είχανε νικήσει. Μα όταν έπεφτε η μέρα κ' η διασκέδαση έπαυεν εξαιτίας της νύχτας, άξαφνα όλη η γις εφάνηκε πως έλαμπε κι ακουότανε χτύπος τρομερός κουπιώνε, σαν ναρχότανε καταπάνω τους μεγάλη αρμάδα.

Φοβόταν, αλλά για τίποτε στον κόσμο δεν θα εγκατέλειπε τον τυφλό. Έμεινε εκεί μια ώρα, δυο, τρεις. Ο τόπος ήταν έρημος: ο κόσμος ήταν κάτω, στο πανηγύρι, και το χωριό σ’ εκείνη τη γωνιά έμοιαζε ακατοίκητο. Ο ήλιος έπεφτε επάνω στις στέγες από σχίζες των μικρών, χαμηλών και φτωχικών σπιτιών που έμοιαζαν με καλύβες.

Σα να τους κατάλαβε ο Ιουλιανός τους Αρειανούς, επειδή σύγκαιρα πρόσταξε να μεταγυρίσουν όλοι οι ξορισμένοι Επισκόποι, και μαζί τους εννοείται κι ο Αθανάσιος. Έπεφτε λοιπόν ο Καππαδόκης κι άφινε το θρόνο στο γνωστό μας Φωστήρα της χριστιανοσύνης. Μόλις όμως ήρθε το βασιλικό διάταγμα και παίρνουν το Γεώργιο, τον αλυσοδένουν, και τονέ σέρνουνε στη φυλακή.

Έπεφτε το ηλιοπύρι ζωντανό παντού σε στεριά και θάλασσα, στους σχισμένους τοίχους των ερημοκλησίων πέρα κ' εδώθε μέσα στα σαρακωφαγωμένα ξύλα των τάφων, κάτω στους υγρούς βυθούς και απάνω στον ξηρόν αιθέρα κ' εζωντάνευε κάθε οργανική σπορά και ανάσταινε από μία νεκρή χιλιάδες άλλες υπάρξεις· εχάριζε στον γέροντα νιάτα και τον νέον εγέμιζε συναισθήματα.

Ρώτησα μερικούς σοφούς, αν έπλητταν όσο κι' εγώ σ' αυτό το διάβασμα: όλοι οι ειλικρινείς άνθρωποι μου ομολογήσανε, πως το βιβλίο τους έπεφτε απ' τα χέρια, αλλ' έπρεπε πάντα να το έχουνε στη βιβλιοθήκη, σαν ένα μνηνείο της αρχαιότητας, όπως αυτά τα σκουριασμένα νομίσματα, που δεν περνούνε πια. — Η εξοχότητά σας σκέπτεται τα ίδια και για το Βιργίλιο; ρώτησε ο Αγαθούλης,

Αποκρίθηκα: «Όχι, γιατί πρέπει να πάω στο Φανάρι σήμερα, και αύριο θα δω τα κάστρα και τους τοίχους, και μεθαύριο θα φύγω». Τότε γύρισε να φύγει· έπεφτε πολύ φως επάνω της, και ήταν λιγνή και κατάχλωμη, το δέρμα της είχε χάσει τη δροσεράδα του, και είπε · «Τότε... χαίρε....» και πέρασε.

Μ' αυτό σερνότανε απάνω στα καλδερίμια του νησιού, μ' αυτό κτυπούσε τις πόρτες, γυρεύοντας το ψυχικό των χριστιανών, μ' αυτό έδιωχνε τα μαντρόσκυλα που χυμούσανε να την ξεσχίσουν. Κ' όταν έπεφτε το βράδυ να κοιμηθή τώβαζε πάντοτε στο πλάι της, συντροφιά και παρηγοριά της, γιατί δίχως αυτό δεν μπορούσε να σηκωθή απ' το στρώμα. Σιγάσιγά το αγάπησε σαν άνθρωπο.

Ελύγαε σαν την οχιά το κορμί του κ' εσήκωνε τη μαλλιαρή ουρά πίσω, όπ' έπεφτε ανεμισμένη κι' αστραφτερή, σαν καταρράχτης λαγκαδιάς, μέσα σε σκοταδερή νύχτα, οπ' αναλάμπειτην αριάν αστροφεγγιά. Τα πόδια του τ' ανεμόφτερα δεν επατούσαν ολότελα γη, κ' ελαμποκοπούσαν και τα τέσσερ' ασημοπέταλά του.

Ούτε λογοφέρανε, ούτε τίποτε! Κανένας δεν είχε νοιώσει πώς έγινε το κακό. Σαστισμένοι όλοι γύρω, ντόπιοι και νεοφερμένοι, πριν προφτάσουν να ιδούν τον άνθρωπο που έπεφτε, και τον άνθρωπο πούτρεχε σαν τρελλός, σκίζοντας και τσαλαπατώντας τον κόσμο, αφήκανε το φονιά και χάθηκε. Όλοι μαζευτήκανε ύστερα γύρω από τον χτυπημένο, με πρόσωπα χλωμά και ξαφνιασμένα, με τις τρίχες σηκωμένες.