Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Και τα νησιά, η Μήλος και η Ερημόμηλος που τρέφει τ' αγριόγιδα· πίσω η Σίφνος και η Σέρφος με τα παρδαλά γαϊδούρια της· η Νάξος παραπάνω με τους Βαραβάδες και η Πάρος με τα μάρμαρα· η Πόλυβος η καμπουρωτή και η Κίμωλος η σαλαμάντρα· η Σίκινος και η Φολέγαντρος εδώθε και κάτω τα Γερακούνια χωριστά, σαν κοτρώνα κυματοπλανημένη έπαιρναν ένα χρώμα κ' έδιναν μύρια, έπεφτε μιαν αχτίνα στο χαλίκι του γιαλού και του βουνού την πέτρα, στο γυαλί του δρόμου και το χορτάρι της πλαγιάς κ' επηδούσε χρυσορρόδινη θαμπερή φλόγα.
Όλοι για παιχνίδι την έπαιρναν τη βαθειά και την τρυφερή εκείνη την αγάπη! Έκαμαν το σταυρό τους σαν άκουσαν την είδηση, κ' η μάννα μου, κ' η Αννούλα. Έκαμαν το σταυρό τους, και σύχασαν. Άμα είταν άγιος στη μέση, λόγος δεν έπεφτε κανενός. ...Σιγά σιγά ξανάρχισαν πάλι την ομιλία.
Γεμάτο το σπίτι απ' τα καλά του Θεού. Και τώρα τίποτε δεν μας απόλειψε. Πάντα τα χέρια του γεμάτα. Τον ψυχρό το λόγο δεν τον ακούσαμε ποτές απ' το στόμα του. Έτσι μοναχά, που έπεφτε βαρύς, πώς να το πω; αμίλητος... Αυτό ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας. Βαρυγκομούσε, βλέπεις, η γυναίκα, κυρ-αστυνόμε.
Ο Βαγγέλης απ' τη μια μεριά του κρεββατιού, η γυναίκα του από την άλλη, πάντα οι ίδιοι, σκυφτοί κι' αμίλητοι — Πέσε, κυρά Ασημίνα, να ξεκουραστής λιγάκι κ' εγώ τον παραστέκω. Θαρρωστήσης και συ. Πήγαινε, πέσε. Ντυμένη έγερνε λιγάκι στον καναπέ η γυναίκα του. Σηκωνότανε, κ' έπεφτε ο Βαγγέλης. Αυτό γινότανε τρεις μέρες τώρα.
Το μεσημέρι όλοι μαζεύτηκαν κάτω από το δέντρο, γύρω από τη φωτιά, και ο παπάς κάθισε στη μέση. Ο καιρός ξάνοιγε, μια χρυσή ηλιαχτίδα από το ζενίθ περνούσε μέσα από τα σύννεφα και έπεφτε κατ’ ευθείαν επάνω στο δέντρο όπου γινόταν το φαγοπότι.
Ένα από τα μάτια του ήτο όμοιον με το μάτι γυπός. Ένα μάτι γαλανά ωχρό, με ασπράδι προς τα επάνω. Κάθε φορά που το μάτι του έπεφτε επάνω μου επάγωνε το αίμα μου. Και να, ότι βαθμιαίως ωλίσθησεν εις το πνεύμα μου η σκέψις ν' αφαιρέσω την ζωήν από τον γέροντα αυτόν, και ν' απαλλαγώ τοιουτοτρόπως από το μάτι του. Επί του παρόντος, ιδού το ζήτημα.
Είναι χαρούμενος, ο ντον Πρέντου∙ ξαναπάχυνε και η χρυσή αλυσίδα δεν κρέμεται πια τόσο στο μαύρο του γιλέκο. «Γιατί γύρισες εδώ, βλάκα; Εάν ερχόσουν στο σπίτι μου θα σου έπεφτε άσχημα; Είσαι σαν το γάτο που επιστρέφει και αν ακόμη τον απομακρύνουν κλεισμένο μέσα σ’ ένα σάκο. Άντε, πάμε∙ θα σε βάλω στο κρεβάτι της Στεφάνα.»
Στο πέρασμά της το ξώστεγο έτριζε και από τον τοίχο και το φθαρμένο ξύλο έπεφτε μια γκρίζα σκόνη σαν στάχτη. Ο Έφις την περίμενε να κατέβει.
Οι δύο εβάσταγαν τις άκρες της θηλιάς, που είχαν σε ένα μακρύ χοντρό σκοινί δεμένη. Ο ένας τη μια άκρη το σκοινί, ακουμπημένο σίγουρα στης μιανής ελιάς τη ρίζα. Ο άλλος την άλλη άκρη το σκοινί, στης αλληνής ελιάς τη ρίζα ακουμπημένο. Η θηλιά έπεφτε στη μέση χάμου, καταμεσίς στο μονοπάτι. Ο τρίτος με τη βαριά στα χέρια.
Διάβαζε με πάθος ό, τι της έπεφτε στο χέρι: Μπαλζάκ, Δουμά, Ουγκώ, Βύρωνα, Σκοτ κι έτσι άρχισε να εκδηλώνεται νωρίς η έφεσή της στα γράμματα. Τα πρώτα της έργα υπήρξαν ποιήματα, αλλά σύντομα εγκατέλειψε την ποίηση για να αφοσιωθεί οριστικά στην πεζογραφία. Το 1886 δημοσιεύει το πρώτο της διήγημα σε μια εφημερίδα του Νούορο και συνεχίζει να γράφει διηγήματα για τον τοπικό τύπο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν