Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Τρικυμία στο γιαλό, τρικυμία και στο καράβι μέσα. Ερρέκαζεν η θάλασσα, ερρέκαζε και ο καπετάν Βαλμάς. Εκύταζεν εμπρός τη στεριά που επήγαινε αθέλητα με μάτι άγριο, λέγεις κ' έπασχε να την ανοίξη με το βλέμμα του· εκύταζε και το παιδί στο δοιάκι λουφασμένο σαν βροχοδαρμένο λαγουδάκι.

Αι χείρες του θύματος εξασθενούν οσημέραι. Οι θάμνοι και τα ξηρόχορταελπίδες φρούδαιδεν τον κρατούσι πλέον . . . Δεν έπασχε μόνον ηθικήν, αλλά και σωματικήν κάρωσιν, ως κατόπιν κοπώσεως υπερτάτης. Και ήσαν σχεδόν ηδονικαί αι στιγμαί αυταί.

Αι κραυγαί εκείναι εισέδυον εις την καρδίαν Του· αι οιμωγαί και οι στεναγμοί όλης εκείνης της παμμιγούς αθλιότητος επλήρουν όλην την ψυχήν Του ελέου. Η καρδία Του ήμασσε δι' αυτούς· έπασχε μετ' αυτών· οι πόνοι των ήσαν πόνοι Του· όθεν ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ανακαλεί εις το μέρος τούτο τας λέξεις του Ησαΐου: «Αυτός έλαβε τας ασθενείας ημών και εβάστασε τας οδύνας ημών».

Ναι· είχεν αρχίσει να επιζητή τοιούτου είδους εμμίσθους δικηγορίας, διά να έρχεται, καθώς έλεγεν, εις πλειοτέραν συνάφειαν με τα γεμάτα χρηματοκιβώτια, των οποίων ήθελε να μετακενώση, ει δυνατόν, το περιεχόμενον εις τα θυλάκιά του. Είχε την μανίαν και αυτός να γείνη γρήγορα εκατομμυριούχος. Έπασχε δίψαν χρήματος, και αυτό ίσως ήτο το ανίατον νόσημά του. — Περίεργος άνθρωπος!

Είπον δε εις αυτούς να προστατεύσουν συνάμα τους εν τη πόλει Κερκυραίους, οι οποίοι εληστεύοντο υπό των ευρισκομένων εις το όρος φυγάδων, προς βοήθειαν των οποίων είχον έλθει εξήκοντα πλοία των Πελοποννησίων και, επειδή η πόλις έπασχε μεγάλως από πείναν, ήλπιζαν ότι ευκόλως ήθελον καταστή κύριοι αυτής.

Διά τον εαυτόν του, την συμβίαν και τον υιόν του, είχε κρατήσει τας δύο νεοδμήτους οικίας εις την νέαν πόλιν, τα δύο αμπέλια πλησίον ταύτης, δύο ελαιώνας, και ολίγα χωράφιακαι όσα μετρητά είχεν. Έως εδώ είχαν φθάσει αι αναμνήσεις της Φραγκογιαννούς, την νύκτα εκείνην. Ήτον η ενδεκάτη εσπέρα από του τοκετού της κόρης της. Το θυγάτριον είχεν υποτροπιάσει πάλιν, κ' έπασχε δεινώς.

Τούτο έπασχε και ο παπά-Κυριάκος, όστις επεθύμει μεν να υπάγη να κάμη Ανάστασιν εις τους χωρικούς, διότι ήτο ανοιχτόκαρδος και ήθελε να χαρή και αυτός ολίγην Ανάστασιν και ολίγην άνοιξιν, αλλ' εδυσπίστει εις τον συνεφημέριόν του, και έπειτα δεν ήθελε να αφήση την ενορίαν με ένα μόνον ιερέα τοιαύτην ημέραν.

Ήτο αύτη η κοιμωμένη επί της κλίνης, η πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, η Δελχαρώ η Τραχήλαινα. Είχαν βιασθή να το βαπτίσουν την δεκάτην ημέραν, επειδή έπασχε δεινώς· είχε κακόν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα. Καθώς εβαπτίσθη, το νήπιον εφάνη να καλλιτερεύη ολίγον, την πρώτην βραδειάν, και ο βήχας εκόπασεν επ' ολίγον.

Εάν δε αυτός δεν ενθυμήται ένεκα της ασθενείας του τα τότε γενόμενα, αλλ' υμείς όλοι γνωρίζετε τι έπραττε κατά την ασθένειάν του, πως έπασχε και εις ποίαν κατάστασιν εγώ τον παρέλαβα, όταν οι άλλοι ιατροί είχον απελπισθή να τον κάμουν καλά, οι δε συγγενείς του τον απέφευγον και ούτε ετόλμων να τον πλησιάσουν, και εις τοιαύτην υγείαν τον επανέφερα, ώστε σήμερον να δύναται να διεξάγη δίκας και να συζητή περί των νόμων.

Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• «Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια• και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν, 255 αν ζωντανόν τον Αίγισθοτα μέγαρα ήθελ' εύρη τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία. τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν, αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι απόρρικτοντην εξοχήν• ουδ' ήθελε Αχαιίδα 260 καμμιά τον κλάψη• ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα• ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις, και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση. και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα• 265 ότ' είχε γνώμην αγαθή• και ακόμ' είχε σιμά της τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει. αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση, τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε, 270 ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε. και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία, πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι, ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει. 275 κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης, απ' την Τρωάδα ερχόμενοι• αλλ' όταντου Σουνίου των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι, του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη, 280 ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι, τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος, όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι. κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα. 285 αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων, και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν. 290 και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμάτην Κρήτη, 'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου. μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη, 'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει, 295 κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα. ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν, κ' εσύντριψαν τα κύματατους βράχους τα καράβια• και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβιατην Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. 300 και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος, γυρνώντας με τα πλοία τουανθρώπους αλλοφώνους.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν