Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Έχεις δίκαιον. Κ' έλαμπαν από χαράν γεμάτοι οι οφθαλμοί του, ως λάμπει καθαρόν ποτήριον απέναντι του φωτός. Να ήτον τάχα η ηλικία! στοχάζομαι νυν. Να ήτο η μάγος, η άφροντις, η γόησσα ηλικία η παιδική, ήτις μου εζωγράφισεν αυτήν την άληστον, αυτήν την ανεξάλειπτον εικόνα του Μεγάλου εκείνου Πάσχα; Γλυκοχαράζει πλέον.

Σηκώνοντας όμως τα μάτια ο Έφις είδε ότι δεν ήταν η Λία εκείνη η ψηλή γυναίκα που πρόβαλε ευκίνητη στο μπαλκόνι και κούμπωνε τα μανίκια από το μακρύ, μαύρο πανωφόρι της. «Ντόνα Νοέμι, καλημέρα, κυρά μου! Δεν θα κατεβείτεΕκείνη έσκυψε λίγο το κεφάλι με τα πυκνά, χρυσόμαυρα μαλλιά, που έλαμπαν γύρω από το χλωμό πρόσωπο σαν δυο λωρίδες σατέν.

Είχε γιομόσει κόσμον η εκκλησία και μέσα και στην αυλή ακόμα. Η εικόνες δεν πρόφταιναν να πάρουν ανασπασμούς. Ο ουρανός άρχιζε να ξεκαθαρίζη απάνου. Ξεσυγνέφιασαν και η όψες των Χριστιανών, οπ' έλαμπαν τώρα τηρούμενες κι' αυλακωμένες κάπου κάπου από δάκρυα.

Ήταν ανήμερα Λαμπρή και η χώρα όλη έλαμπε κάτασπρη στου ήλιου τις αχτίνες, σαν μαρμαρόχτιστο αμφιθέατρο κ' εμοσχοβολούσε σαν εκκλησιά. Τρομπόνια εβροντούσαν κ' εβαρούσαν παιγνίδια κ' έπαιζε ρουμπίνι στο ποτήρι το κρασί κ' έλαμπαν στα χέρια κατακόκκινα τ' αυγά κ' έτρεμε το «Χριστός Ανέστη» σε κοραλλένια χείλη.

ΙΠΠΟΤ. Έως εκεί 'πού πρέπει. Ήτον ωσάν να πολεμούν Υπομονή και Λύπη, ποια να την κάμη να φανή ωραιοτέρ' ακόμη. Ήλιον δεν είδες με βροχήν; Πλέον ωραία ήσαν τα δάκρυα που έχυνε μαζί με χαμογέλια. Εκείνα τα χαρμόσυνα χαμογελάσματά της, που έβλεπες και έλαμπαντα δροσερά της χείλη, έλεγες ότι αγνοούν τι είχε εις τα 'μάτια. Και έσταζαν τα δάκρυα, 'σάν μέσ' από διαμάντια μαργαριτάρια!

Εκείναις της ημέραις εδούλευεν ο Μπάρμπα-δήμαρχος εις το Μοναστήρι, που έκτιζεν ο Γέροντας ο Παπα-Διονύσιος, όστιςνάχωμε την ευχή τουεπλήρωνεν όλο και μαντζάρικαβενετικά φλωρίατους μαστόρους, φλωρία των δέκα φράγκων, που έλαμπαν, φωτιά μοναχή λες και τα έβγαλαν τότε από το καμίνι.

Έλαμπαν συμπυκνωμένα τ' αστέρια αποπάνου μας γλυκύτατα, σα να ζητούσαν να μερέψουν χαϊδευτικά με τα θεϊκά φιλήματά τους το καταπονεμένο μας από τη θολούρα κορμί. Η ασημένια αχτίδα ενού μεγάλου και λαμπερώτατου, πούχε προβάλει κατά την Τσούμα του Δράκου τ' αψήλου, έπεφτε ως τα φυλλοκάρδια μου και τα γλύκαινε και τα βαλσάμωνε. Η νύχτα ήτον σιωπηλότατη.

Έρχονταν καβάλα στα άλογα, αγέρωχοι και μελαχρινοί οι άντρες, ζωσμένοι με τα μακριά τους μαχαίρια σε δερμάτινες στολισμένες θήκες∙ οι νέοι ψηλοί, με τα δόντια και το ασπράδι των ματιών τους που έλαμπαν, ευκίνητοι σαν βεδουίνοι∙ τα κορίτσια ευλύγιστα και ευχάριστα όπως οι βιβλικές μορφές που ανέφερε ο τυφλός.

Άνοιξε βιαστικά την πόρτα του γραφείου του και βγήκε στην ταράτσα. Κάτω στο χτήμα του αξίνες έλαμπαν σαν ασημένια φύλλα και χώνευαν στο χώμα πεισματικά σα να το πρόσταζαν: δώσε! Σκαφτιάδες έσκαφταν τους σωρούς, έχωναν τους λάκκους, ίσαζαν τα χαντάκια της ανασκαφής, με τραγούδια και γέλοια. Ένας μηχανικός μετρούσε τη γη κ' οι βοηθοί του φύτευαν νέα δεντρικά στη γραμμή και σε ωρισμένη απόσταση.

Μα τάλλα δυο; τάλλα δυο; Το κερί του παιδιού! και του Νίκου! Έφυγε σαν τρελλή χωρίς να γυρίση να κυττάξη πίσω. . . Είχε νυχτώσει πια: τάστρα έλαμπαν κρύα στον ουρανό. Έτρεξε σπίτι. Μέσα της τόξερε τώρα πως το παιδί της θα πέθαινε, πως θα της τόπαιρνε η Βεργινία, αφού ήτανε δικό της εκείνης και τόχε γεννημένο η ψυχή της- Μπαίνοντας στην κάμαρη ηύρε κόσμο και φως από αγιοκέρια.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν