United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


— «Άθλιελέγει ο Ανθύπατος, διότι ήκουε τον Σύριον και τον ηννόησε, ενώ ο διερμηνεύς του εχρησίμευε μόνον διά να του δώση καιρόν ν' απαντήση, Ο Αντίππας με πολλήν σπουδήν έσυρε το μετάλλιον του Αυτοκράτορος, και παρατηρών αυτό μετά τρόμου, το παρουσίασεν από το μέρος της εικόνος.

Και πάψε να υποκρίνεσαι, γιατί δεν έχουμε πια τίποτα να σου δώσουμε. Κατάλαβες, άθλιεΤότε ο Τζατσίντο τον κοίταξε κι αυτός με τη σειρά του από κάτω προς τα επάνω, με κακία και έκπληξη συνάμα, σήκωσε πάλι τα χέρια και φάνηκε σαν να ανυψώνεται από τη γη ορμώντας ολόκληρος κατά του Έφις, σαν τον αετό στη λεία του.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι πλέον να ιδώ ή ν’ αγαπήσω, φίλοι μου, ή ακούοντας να μ’ ευχαριστήση; Πάρτε με μακριά από δω τον άνδρα τον ολέθριον, εμένα τον καταραμένον, όπου οι θεοί μισούνε πιότερο απ’ όλους τους θνητούς. ΧΟΡΟΣ Άθλιε, για τη συμφορά που σου ’τυχε, και τόσο την αισθάνεσαι ποτέ μου θα ’θελα να μη σ’ έχω γνωρίσει...

Η Νοέμι, πράγματι, είχε αφήσει τον πανσέ να πέσει σε μια λευκή πτυχή του υφάσματος. Η καρδιά της χτυπούσε∙ ναι, μάντευε. «Πού είναι η ντόνα Έστερείπε ο Έφις σκύβοντας επάνω στα πόδια του. «Πόσο θα ευχαριστηθεί όταν το μάθει! Ο ντον Πρέντου μου ζήτησε να γυρίσω στο χωριό γι’ αυτόν το λόγο…» «Μα τι λες, άθλιε;» «Όχι, μη με λέτε άθλιο!

Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. «Άθλιε, καιμικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει 45 θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει· αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω· κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι πεντήκοντα, με ορμή πολλήτον φονικόν αγώνα, 50 και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία. κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης».

Πώς κατώρθωσες, άθλιε, να κακομεταχειρισθής τόσον αυτά τα χέρια; Ταύρον ή λέοντα ενόμιζες ότι δένεις; Ή μήπως εφοβήθης ότι θ' αρπάξη το ξίφος και θα υπερασπισθή; Έλα εις την αγκάλην μου, παιδί μου, και βοήθησε με να λύσωμεν τα δεσμά της μητέρας σου. Κ' εγώ θα σε αναθρέψω εις την Φθίαν, διά να γίνης αμείλικτος εχθρός αυτών εδώ.

Ο Τζατσίντο τότε κατέβασε το κεφάλι και κοίταξε τα χέρια του. «Βλέπεις; Βλέπεις; Ούτε μια λέξη πόνου δεν βγάζεις από το στόμα σου! Ούτε ένα δάκρυ! Και να σκεφτείς ότι πέθανε για σένα, άθλιε! Πέθανε από τον πόνο της για σένα.» Ο ώμος του Τζατσίντο άρχισε να τρέμει.

Αυτά' 'πε και ο Ευρύμαχος βαρύτερα εχολώθη, και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• «Άθλιε, θα πάθης απ' εμέ γι' αυτά 'που λέγεις τώραάνδραις πολλούς ανάμεσα και δε σεν πιάνει φόβος. 390 ή το κρασί σ' εμώρανε ή πάντοτ' είναι ο νους σου ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο

Ο Τούρκος εξηκολούθησεν: — Αυτήν την φορά ήμουν καλά κρυμμένος· και για να του πάρω κάθε υποψία τον αφήκα να περάση το γεφύρι. Και σαν είδα πως καταίβηκε στην όχθη κ' έσκυψε να πιη νερό, επερίμενα ακόμη μια στιγμή, για να μη πάρω το κρίμα στο λαιμό μου... Κ' ύστερα ετράβηξα... — Ω! Άθλιε! Εφόνευσες τον αδελφόν μου!

Τα μάτια του και τα δόντια του άστραφταν στο φως του δειλινού και το πρόσωπό του έγινε άγριο. «Πες μου, δεν ντρέπεσαι;», ρώτησε χαμηλόφωνα, αρπάζοντάς του τα μπράτσα και καρφώνοντάς τον μες στα μάτια. Και ο Έφις ένοιωσε εκείνο το βλέμμα να του καίει τις κόρες των ματιών. Ένας βρόντος ήχησε μέσα στ’ αυτιά του. «Δεν ντρέπεσαι; Άθλιε, εσύ!