Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Οι ώρες στον τόπον τούτον είναι πάφτηνες, μπόλικες, και γεμάτες ζαχαρένιο νερό σαν καρπούζια. Δίχως θροφή και δίχως ουσία νερό.

Κ' η θεόλαμπρη ομορφιά της, καθώς τα μουρμούριζε αυτά μονάχη της ανεβαίνοντας στου Χουσεήνη το χτήμα, είταν αλλαγμένη καθώς αλλάζει ο ουρανός με τη συννεφιά. Έρχουνται ώρες που παίρνει τέτοια όψη η γυναίκα, που την ανιστορείς καθώς θα φαίνεται σα γεράση, ζαρωμένη, με δίχως δόντι και δίχως χάρη. Τέτοια θάρρειες και φαίνουνταν η Ασήμω εκείνη την ώρα.

Νάνε η ανία της πόλης που έκαμε τη φωνή του μελωδία ; Νάνε αυτή που τη χρυσόδεσεν απάνω στην ώρα ; Νάνε η λύπη μου που την προσφέρει στον εσπερινό ; Ας ήξερα ποιος οδηγεί τη φωνή του πραματευτή να τελειώνη σε ψαλμόποιος της έδωκε τη βυζαντινή καμπύλη. . . Νάνε η ζωήνάνε ο καιρόςνάνε η ψυχή μου που αρμόζει της φωνές των γυρολόγων απάνω στης ώρες και στα τοπεία ;

Ένας κουτσοκουλόστραβος κουρελιάρης και ψειριάρηςΚραβαρίτης θα ήτανδυο ώρες τόρα εχτυπούσε την πόρτα και ο άγιος κλειδοχράτορας δεν είχε είδησι. Τέλος άκουσε, αγριοβλαστήμησε δυοτρεις φορές που του εχαλούσαν την ησυχία, εσηκώθηκε τρέκλαδίπλα και άνοιξε να μπάση τον κουρελιάρη. Ο ναύκληρος δεν χάνει καιρό, χώνεται μέσα.

Αφτά θυμούνταν κι' έχυνε πικρά και μάβρα δάκρια, ώρες στη ράχη πλαγιαστός ή στο πλεβρό γυρμένος 10 ώρες τ' απίστομα. Άλλοτες σηκώνουνταν περπάταε άσκοπα στ' ακρογιάλι ομπρός.

Τον καιρό αυτό γνωρίζαμε πως τίποτε δεν πιθυμούσαμε, τίποτε περσότερο από κείνο που είχαμε. Σε τέτοιες ώρες της ζωής μπορεί ο ένας να ζητά τη μοναξιά για να στεγνώση τα δάκρυά του, γιατί ντρέπεται να δείξη πόσο είναι ευτυχισμένος.

Τρεις άλλες ώρες έγνεθε μετάξι διαλεγμένο, Μ’ αδράχτι, βέργα, μάλαμμα, σφοντύλι διαμαντένιο, Και ρόκα χρυσοκέντητη με χίλια δυο κεντίδια Κι’ έβγαζε γνέμα κάτασπρο, σα φεγγαριού λαμπρύλες.... Άλλες τρεις ώρες ύφαινε μεταξωτά διασίδια Σε λεφαντένιον αργαλειό με χρυσαφένιο χτένι Κι’ έβγαζε βλάρια το πανί μ’ ολάργυρη σαΐτα, Κι’ άλλες τρεις ώρες κάθονταν ψηλά στο παραθύρι, Κι’ αγνάτευε κατάκαμπα κι’ αγνάτευε τες ράχες, Να ιδή το νιο που ωρέγονταν, τον ποθητό λεβέντη, Που θα είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, Και θάρχονταν χαρούμενος γυναίκα να την πάρη, Και προς το γύρμα του ήλιου αρχίναε το τραγούδι, Με μια χαρμόσυνη φωνή, σαν απ’ αγγέλου στόμα.

Δεν ήτανε μεσουρανίς ακόμα το φεγγάρι κ' οι δυο ψαράδες ξύπνησαν απ' της δουλειάς την έννοια· εδιώξανε τον ύπνο τους κι αρχίσαν να 'μιλούνε: — Ψέμματα λένε, σύντροφε, πως τάχατες οι νύχτες το καλοκαίρ' είν' πλιο μικρές που μεγάλων' η 'μέρα· Εγώ είδα τόσα ονείρατα, κι ακόμα που να φέξη!... Μην τύχη κ' εγελάστηκα, για μάκρυναν οι ώρες; — Άδικα 'βρίζεις, γέρο μου, τώμορφο καλοκαίρι.

ΜΙΡ. Ιδού και το δικό μου, και σ' αυτό μέσα η καρδιά μου· και τώρα, χαίρε για μισή ώρα. ΦΕΡΔΙΝ. Πες χίλιες ώρες! χίλιες! ΠΡΟΣΠ. Δεν μπορώ να χαρώ γι' αυτά ίσια μ' αυτούς· επειδή αυτοί σ' όλα θαυμάζονται· αλλά για τίποτε άλλο δεν γένεται να χαρώ τόσο. Πηγαίνω εις τη βίβλο μου, γιατί πριν του δειλινού μου μένουν πολλά να κατορθώσω. Έν' άλλο μέρος του νησιού.

Έκλεισε το λογαριασμό της με τον κόσμο, αφού είπε, πριν πεθάνη, πόσο πολύ αγαπούσε τα παιδιά και μέ. Ύστερα από λίγες ώρες έκλεισε τα μάτια της. Τα έκλεισε δίχως αγωνία ήρεμα κ' ήσυχα έτσι όπως σβήνει ένα κερί. Έζησε την ξεχωριστή ζωή της και πέθανε τον ξεχωριστό της θάνατο. Είτανε τόσο αδύνατη, ώστε δεν πάλεψε με το θάνατο. Είχε παλέψει πριν αρκετά με τη ζωή.

Λέξη Της Ημέρας

λογαριαστήκαμε

Άλλοι Ψάχνουν