United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κήρθε μένα χοντρό χειρόγραφο βιβλίο, με τις γωνίες λερωμένες και φθαρμένες από το πολυχρόνιο φυλλομέτρημα. Μόλις με κύταξε μένα τον άρρωστο. Ούτε το σφυγμό μούπιασε, ούτε τη γλώσσα μου κύταξε. Η μάνα μου τούπε πως είχα ζέστη μεγάλη, ιδρώτες τις βραδυνές ώρες και παραμιλητά· αλλ' αυτά τάκουε ως περιττές για την τέχνη του πληροφορίες. Ρώτησε μόνο ποιο μήνα και ποια μέρα γεννήθηκα.

Ενίοτε όμως ο Γιωργής της Θασίτσας, μεταβαίνων εις την προκυμαίαν εκαθάριζε κοντόχονδρον ως τον εαυτόν του βαρέλιον. — Ώρες καλές! Τον εχαιρέτιζαν εις την αγοράν. Ήτο σημείον ότι προσήγγιζον αι εκλογαί. Τότε, λαμβάνων χρήματα παρά των υποψηφίων να κερνά το κόμμα, εθεώρει περιττόν να βάλη το κρασί του καθενός χωριστά. Επλήρου λοιπόν ολόκληρον βαρέλιον.

Ακούστε τώρα και το δικό μας το λαό. Ο λαός δε θα σας πη ποτές τας ώρας . Ο τύπος της κοινής είναι τις ώρες· σε μερικά χωριά λεν όμως ακόμη και σήμερα τες ώρες, μάλιστα και τας ώρες . Αφτό το τες από πού έρχεται; Πώς έγινε; Δε θέλω τώρα να σας διαβάσω όσα έγραψα αλλού για το τες . Ένα μόνο ήθελα να σας θυμίσω.

Και τα μικρά παιδάκια τον κύτταζαν ολοτρόγυρα μ' ανοικτό το στόμα. Άλλος πάλι έλεγε πως τον είδε να κάθεται ώρες στη ρίζα ενός δένδρου, και να κυττάη τον ουρανό με τα μεγάλα παραπονεμένα μάτια του. Όταν περνούσε όμως βιαστικά από μέσα απ' τη χώρα, τα παιδιά τρέχανε από πίσω του. «Αι! Αι! ο τρελλός...» Ύστερ' από καιρόν ο τρελλός, όπως φανερώθηκε άξαφνα, έτσι άξαφνα και χάθηκε.

Δε γυρεύονται τα έρμα τα γεννήματα κ' έχει ανέχεια ο κοσμάκης· τι να σου κάμη!...Κι ο πάρεδρος αφού μας τράταρε μαστίχα έκατσε χάμου. Ακούμπησε τον καπνό στα γωνολίθι κ' άρχισε να κόβη με το σουγιά του αγάλ' αγάλια χτιπ, χτιπ. Κουβέντα με κουβέντα πέρασαν κάμποσες ώρες, όταν: — Ε! σταυρομάννα, κοντολογάει το φαΐ; ρώτησε ο δεκανέας. Η γριά αποκρίθηκε: — Μια ψύχα ακόμα, καπετάνε μου.

Δυο χέρια δυνατότερα από τα δικά του το αγκαλιάζουνε και το παίρνουνε με τη βια από την επικίντυνη θέση κι από το θέαμα της θάλασσας. Το παιδί είμαι γω ο ίδιος και χαμογελώ μελαγχολικά με την ανάμνηση, ενώ περνούν οι νυχτερινές ώρες χωρίς να το νοιώθω και κάθουμαι μόνος και κοιτάζω σε κείνο, που μέλλει να γίνη.

Τρεις ώρες πολεμούσανε τρεις ώρες στην αράδα, Το σπήλιο σεισμοδέρνονταν απ’ άκρη σ’ άκρην όλο, Και σαν καράβι απανωθιό στα κύματα κουνώνταν, Από το βροντοπάλεμα κι’ από τους βροντοχτύπους.

Δεν είναι μικρό πράμα, δώδεκα ολάκερες ώρες νάχης να παλεύης με το σίδερο. Το άψυχο αυτό πράμα για να λυγίση, να κοπή, να πάρη σκήμα, θέλει να φάη ζωές. ΦΙΝΤΗΣ Σταύρο, τι είναι αυτά που λες; ΣΤΑΥΡΟΣ Λέω απλούστατα, πως έχουνε δίκιο να ζητούνε λιγόστεψη στις ώρες της δουλειάς. ΦΙΝΤΗΣ Μα αυτό είναι ενάντιο στα συφέροντά μας. ΣΤΑΥΡΟΣ Το μεγαλύτερο συφέρο καθενός είναι το συφέρο της ανθρωπότητας.

Α! Αν πεθάνω, ωρές τσούπρες, χωρίς να ιδώ το παιδί μ', ή χωρίς να παντρέψω εσένα, μοναχούλα μ' και ακριβούλα μ', και να σ' αρματώσω νυφούλα με τα χεράκια μ', να το ξέρετε: Δε θα με φάη το χώμα, και θα με βρήτε άλυωτη, όταν έρθετε να με ξεχωνιάσετε!. — Τ' είν' αυτά τα κακορρίζικα τα λόγια, πού το πας συγκρατούμενο, καημένη κυρά, είπε πάλε η υπηρέτρα.

Ωστόσο θάλεγες πως αγροικούνταν από μέσα τους, πως είχανε μεγάλη κουβέντα, μια κουβέντα χωρίς λόγια, που δεν την έκοβαν ούτε τα τραγούδια, ούτε οι φωνές, ούτε τα χτυπήματα των ποτηριών που γέμιζαν την ταβέρνα. Στο τέλος της παράξενης αυτής κουβέντας ήσανε πάντα σύμφωνοι κ' οι δυο. — Έτσι που λες, Καπετάν Βαγγέλη. — Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Και τρακάριζαν τα ποτήρια. Η κουβέντα αυτή βάσταξε ώρες.