Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Αυγούστου 2024


Σας παραγγέλνει αγάπη και σωτηρία. Βασίλισσα, να η γλώσσα της που τη φέρνουμε. — Φονηάδες, εφώναξε η Ιζόλδη, δώστε μου πίσω τη Βραγγίνα, την αγαπητή μου υπηρέτρια. Δεν ξέρατε ότι ήτανε η μόνη μου φίλη; Φονηάδες, δώστετή μου πίσω. — Βασίλισσα, σωστά έχουνε πη: «Η γυναίκα αλλάζει σε λίγες ώρες. Την ίδια ώρα η γυναίκα γελάει, κλαίει, αγαπάει, μισεί». Την εσκοτώσαμε, καθώς διατάξατε.

Τότες τ' απάντησε ο σοφός γιος του Λαέρτη κι' είπε 154 «Μη δα έτσι εσύ ο τόσο καλός, θεόμορφε Αχιλέα, 155 μη θες τους λόχους νηστικοί να σηκωθούν κι' αμέσως να πολεμήσουν τους οχτρούς, τι η μάχη λίγες ώρες δε θα βαστάξει, αν γίνει αρχή και συμπλακούν οι άντρες και χύσει και στους διο ο θεός μέσα στα στήθια πάθος.

Ας αφήσουν τον Κόντο κι ας κοιτάξουν τη ζωή. Δε με βλέπεις εμένα; Εσύ, φίλε μου, ξέρεις τι είδα και τι έπαθα. Κι ωςτόσο τίποτις δε λυπούμαι. Οι ώρες εκείνες είταν οι μόνες ώρες της ζωής μου. Μήπως δεν είμουν και γω μια φορά σαν και σένα; Με γνώρισες παιδί και με θυμάσαι.

Τον αντάμωσε το Μιχάλη στο χτήμα μεσημέρι γυρισμένο, τώρα και δυο ώρες. Στάθηκε ομπρός του, αμίλητος πάντα, πάντα ολότρεμος. Τον αγνάντευε κατά πρόσωπο με ματιά κρύα, σουβλερή, ανατριχιάρικη, σα Χάρου ματιά. — Τι έπαθες, 'βρέ Δημήτρη; μπας και δεν είσαι καλά; ρωτάει ο Μιχάλης. — Έλα παραόξω και σου λέω, αποκρίνεται ο Δημήτρης γοργά και μισοπνιγμένα.

Περνάει η ώρα ως τόσο. Ας ξεκινήσουμε παρακάτου. Μπορούσαμε να περάσουμε ώρες κι ώρες ανάμεσά τους. Μπορούσαμε να πάμε κατά το Τζαμί και να τους βλέπουμε να πλένουνται, να πλένουνται μπροστά στις αραδιασμένες βρυσούλες, να τρίβουν τα ματωμένα τους χέρια, να ξαναπλένουνται και να τα ξανατρίβουν, και πάλι να μη βγαίνουν οι καταραμένοι λεκέδες!

Στο πρώτο της αγκάλιασμα έτριξεν ηδονικά το κορμί του άλλου που θάρθη. Τα χείλη της που κρυφομίλησαν στα πρώτα μου τριαντάφυλλα είπαν «ευχαριστώ» σ' εκείνον που θάρθη. Μούλεγε «σ' αγαπώ» — κι ο λόγος της έφευγε μαζί με τα χελιδόνια τόπους και καιρούς σ' εκείνον που θάρθη. Με περίμενεν ώρες κι' είχεν αγωνία για κείνον που αργεί.

Να μην τα πολυλογούμε, όταν ο ήλιος κοντοβασίλευε, η συντροφιά βρίσκονταν τρεις ώρες μακρυά από τα Γιάννινα. Είταν Αύγουστος μήνας και το νυχτοπερπάτημα πλειο ευχάριστο. Από λίγο-λίγο ο ήλιος καταίβαινε φλογερός πίσω από το βουνό του Μακρυαλέξη, σέρνοντας πίσω του ολάκαιρη χρυσή ουράνια λίμνη.

Επιθυμεί να είναι έξω από τον θόρυβον, και χάνομε πολλές ώρες φανταζόμενοι εν μέσω αγροτικών σκηνών μιαν άμετρη ευδαιμονία, αχ! και σας μαζί! Πόσες φορές αναγκάζεται να σας προσκυνή, δεν αναγκάζεται, το κάμνει θεληματικά, ευχαριστείται να ακούη για σας, σας αγαπά . .

Δεν μπορούσα να το πιστέψω πως θα μ' αγαπήσης εσύ. Εσύ! Κάθουμουν ώρες και συλλογιούμουν. Έπειτα, τι να σου πω; Χωρίς να το θέλω, χαίρουμουν και γελούσα που το συλλογιούμουν. Η ζωή μου σα νάλλαξε με μιας. Όχι, Καρλή, να μην το πούμε ακόμη κανενός. Τι καλό πράμα που είναι νάχη κανείς ένα κρυφό και μέσα του να το φυλάη! Να είσαι ήσυχος, φίλε μου καλέ. Εγώ δε λυπούμαι. Δεν το μετανοιώνω.

Ξαπλονόμουνα σε μια ρειπωμένη καμάρα ενός παλιού μύλου, του Ρ ι ζ ό μ υ λ ο υ, καθώς λένε το μέρος αυτό εκεί πέρα, και περνούσα τις ώρες μου βλέποντας τα βουνά, τα λιοστάσια, τις ανεμώνες και τα πράσινα ρείκια γύρω μου, κι ακούοντας το μουρμούρισμα του ποταμιού. Μια μέρα στην ίδια αυτή μεριά βρήκα ξαπλωμένον ένα γέρο τσοπάνο που βοσκούσε τα πρόβατά του εκεί κοντά.

Λέξη Της Ημέρας

ανεγνώσθη

Άλλοι Ψάχνουν