Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Δεν ηκούετο δε εις την πολυάριθμον εκείνην ομήγυριν ειμή η λυπηρά ψαλμωδία και ο γοερός τόνος των ιερέων διακοπτόμενος εν τω μεταξύ από τους στεναγμούς του λαού και τους συγκεχυμένους και διακεκομμένους θρήνους των συνακολουθούντων γυναικών και παιδίων.
Από εκεί πάνω, ναι, ο Έφις έβλεπε το Βουνό του μακριά και πέρασε τη νύχτα με προσευχές, κάτω από το μαύρο σταυρό που έμοιαζε να ενώνει το γαλανό ουρανό με την γκρίζα γη. Την αυγή ακούστηκε μια μακρινή ψαλμωδία.
Το ένα πρώτο για να βρω νερό κ' έπειτα με την ελπίδα ν' απαντήσω κανένα γνώριμο... να τον αρωτήσω αν είδε τον άνδρα μου πουθενά. Χωρίς άλλο, είχα σκοπό να γυρίσω πίσω στο σπιτάκι μου. Επήγα παραπέρ' απ' τη βρύσι, που δεν είχε νερό. Εκεί ακούω σαν μουρμουρητό, σαν σιγανή ψαλμωδία. Έφτασα απ' έξω απ' τους Αγίους Αποστόλους.
Την ιδίαν στιγμήν, εκ του βάθους των παχέων τοίχων και από το εσωτερικόν των υπογείων ηκούσθησαν ψαλμωδίαι και ύμνοι. Κατ' αρχάς υπόκωφος, η ψαλμωδία ολίγον κατ' ολίγον καθίστατο ζωηροτέρα. Φωναί ανδρών, γυναικών και παιδίων απετέλουν χορόν αρμονικόν. Εν τη σιγή της αναφαινομένης αυγής, ολόκληρος η φυλακή ήρχισε να ψάλλη ως μία άρπα.
Ύστερα η γρηά, σαν ετράβηξε τη στάμνα μέσα, έκαμε πάλι να σπρώξη την πόρτα, για να με κλείση απ' έξω. Εγώ έπιασα με τα δυο χέρια το φύλλο της πόρτας, κ' είπα· — Τι κάνουν μέσα; Άκουσα σιγανή ψαλμωδία και διάβασμα παπά. — Βαφτίζουν, μου είπεν η καλόγρηα, με τρόπον που έδειχνε πως ήτον στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να με απομακρύνη. Επέρασα το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. Ξαφνίστηκα.
Και του μιλούσαν, και ένα του τσιμπούσε το αφτί για ν’ ακούει καλύτερα: ήταν ένα μυστηριώδες μουρμούρισμα που επαναλάμβανε τον ψίθυρο των φαντασμάτων της κοιλάδας, τη φωνή του ποταμού, την ψαλμωδία των προσκυνητών, τον χτύπο του Μύλου, τους αναστεναγμούς του ακορντεόν του Τσουαναντόνι.
Μετά είκοσι λεπτά ο Γούμενος επαρουσιάσθη. Είτε η ψαλμωδία μας τον εξύπνησεν, είτε ήθελε να εξυπνήση. Επλησίασα προς την πύλην του ιερού την βορείαν και του εξηγήθην· — Πάτερ, διά να μαζωχθή ο κόσμος και να ζεσταθή, εκρίναμεν καλόν ν' αρχίσωμεν τον « Πολυέλεον», χωρίς να σας βιάσωμεν εις τίποτε. Πιστεύω ότι δεν ηνωχλήθητε. — Καλά, καλά. Τέλος ηξιώθην να ψάλω το «Πεποικιλμένη» και τούτο αρκεί.
Γύρισε πίσω να δη τη Λιόλια: πήγαινε κλαμένη, βαστώντας το ξένο καπέλλο με τα δυο της χέρια, κι αυτή μαζί σπρωγμένη πίσω απ’ το φέρετρο απ’ την ίδια δύναμη και κατάρα. . και κοντά της έσερνε η Θεια Ελέγκω τα γεροντικά της πόδια. . . Γύριζε ο άνεμος καμμιά φορά κ' έφερνε πίσω την ψαλμωδία εκεινού με το δεμένο μάτι, πούψελνε στον πιο αψηλό τόνο και μ’ όλη τη δύναμη της μύτης του, για να τονέ βουβάνη τον άλλο ψάλτη. . του φάνηκε πως έψελνε ολοένα: «Δόξα σοι ο Θεός!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν