Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Ένα πλήθος, όπως δεν το είχε ξαναδεί, γέμιζε την εκκλησία, το χώρο γύρω, το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό. Μια λιτανεία γύριζε συνέχεια γύρω από το ναό, σαν ερπετό κόκκινο και άσπρο, κίτρινο και μαύρο. Τα λάβαρα ανέμιζαν όμοια με μεγάλες πεταλούδες, και με τη μονότονη ψαλμωδία των προσκυνητών ενώνονταν άσματα της χορωδίας, κουδουνίσματα αλόγων σελωμένων για αγώνες, φωνές χαράς.

Η ψαλμωδία είχε διακοπή εξ ανάγκης. Η θειά Μαθηνώ επλησίασεν εις τον γέρο- Φιλιππή πρωτοκάθεδρον της τάξεως των ποιμένων, κ' εδοκίμασε να κανοναρχίση προς αυτόν. — Ψάλε, γέρο-Φιλιππή, «&Καθαρθώμεν τας αισθήσεις&». Αλλά του γέρο-Φιλιππή δεν εγύριζεν η γλώσσα του να είπη «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις».

Τέλος, όταν ήρχιζεν η ψαλμωδία, ο Γιάννης εξηκολούθει να γελά προς τας αντιφωνίας των διαφόρων νεαρών ψαλτών και τας οξυφωνίας του παπά.

Η ντόνα Νοέμι είναι κοπελίτσα, αρραβωνιασμένη με τον ντον Πρέντου και ο ντον Τζάμε, που ακολουθεί κι αυτός την λιτανεία, κάνει, όπως πάντα, τον θυμωμένο, αλλά είναι πολύ ευχαριστημένος….. Όμως η ψαλμωδία των γυναικών σταμάτησε και μερικές σηκώθηκαν για να φύγουν.

Συνήθιζε δε να λέγη: «Εγώ αν εκάτεχα γράμματα ... », όπως περίπου θα έλεγεν ο Μποναπάρτης: «Εγώ αν ενικούσα στο Βατερλώ! ... » Έψαλλε δε και ενώ έκτιζε και ο εύθυμος Καρπάθιος έλεγεν ενίοτε ιδιαιτέρως προς τον Μανώλην όταν τον επαραζάλιζεν η ψαλμωδία: — Άιντε μωρέ, κιάν δεν τρελλαθούμε, σίγουρα θ' αγιάσωμε.

Σώπα, σώπα, σου λέγω! τον ετραβούσεν ο μπάρμπα-Γιωργός διαρκώς από το ράσσον. Θα σ' πάρη την μιλιά. Υψηλή, χαριτωμένη ως διακοπούλα, η λευκοφόρος κόρη ίστατο εκεί επί του μαρμαρίνου βαθρυδίου της Αγίας Πύλης ακίνητος, ιερά. Και ήτο απαράλλακτος η Κουκκίτσα. Και ήνοιξε τότε τα στόμα της και είπεν εν ψαλμωδία. — Σώζου, γλυκύτατε πάτερ! Σώζου, ω μάταιε βίε. Σώζου η σύμπασα κτίσις.

Η μάννα του, επειδή τον είχε μονογενή, συχνά έταζε και παρεκάλει τους Αγίους «να τον κάμουν καλά». Πλην φαίνεται ότι αυτός ήτο αρκετά καλά, σχεδόν καλύτερα από πλείστους άλλους, και οι Άγιοι δεν έκρινον ότι εσύμφερε να του δώσουν εκείνο το οποίον η μάννα του ωνόμαζε «την υγειά του», δηλ. την ελευθερίαν να κακουργή εν γνώσει. Η ψαλμωδία εξηκολούθει δι' όλης της νυκτός.

Εξήλθε και επλήρωσεν εκλεκτού οίνου μικράν φιάλην, και εξηκολούθησεν η ψαλμωδία των μελωδικών ασμάτων του Δαμασκηνού. — Νά που σου ηύρα ζωντανά κεριά! Λέγει προς εμέ ο κυρ-Στρατής. Δεν θα ψάλης το «Μάγοι Περσών βασιλείςΚαι ενθαρρύνων με: — Εις υγείαν και των ζωντανών! κράζει, συγκρούων το ποτήριόν μου με το ιδικόν του. Ανεθάρρησα αιδούμενος μάλλον.

Αφήστέ τον ήσυχο, Χριστιανοί μου! Στην έρημη, τη φτωχή του κακότυχου ναύτη κηδεία ούτε παππάς, ούτε ψαλμωδία καμμιά . . . μόνο μερικά δάκρυα μερικών πονόψυχων τον εσυνώδευσαν και την ύστερη στιγμή η αδερφή τουγια τη γυναίκα του δε μιλώερράντισε το βασανισμένο κουφάρι του με δάκρυα θερμά. Η υστερνή του ήλιου αχτίνα εφώτισε το έρημο, το καταφρονεμένο μνήμα . . .

Είρξαντο δε των περιπλανήσεων διευθυνόμενοι εις Μογουντίαν, ίνα παρευρεθώσιν εις την τελετήν της συμφιλιώσεως του αυτοκράτορας Λουδοβίκου μετά των υιών του. Αλλ' ότε μετά τριήμερον πορείαν έφθασαν εις την πόλιν ταύτην, πένθιμοι ψαλμωδία και κώδωνες οχληροί αντήχουν πανταχόθεν αντί ευθύμων ασμάτων· αντί δε της κνίσσης οπτών κρεάτων νεκρώσιμοι λιβάνου αναθυμιάσεις εμόλυνον την ατμοσφαίραν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν