Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
ΧΟΡΟΣ Ωιμένα η μαύρη! συμφορών προφήτης είμαι. ΑΓΓΕΛΟΣ Λόγο δεν έχει· εφάγανε κ’ οι δυό τους χώμα. ΧΟΡΟΣ Έφθασαν ως εκεί; Βαρειά, μα πε μου τα όμως. ΑΓΓΕΛΟΣ Έτσι με χέρια αδερφικά εσκοτωθήκαν. ΧΟΡΟΣ Κ’ έτσι πολύ κοινή των δυό ήταν η τύχη. ΑΓΓΕΛΟΣ Κι αυτή αφανίζει την τρισάθλια γενεά τους.
Συνέφιασαν από θυμό της Μάγισσας τα μάτια, Βλαστήμησε και χτύπησε στο χώμα το ποδάρι, Βούτησε το ξυγγόκερο μες στη βαθειάν οβίρα, Εγούρλωσε τα μάτια της και σταύρωσε τα χέρια Κι’ είπε στο Γιάννο ξέκαρδα και με περίσσια λύπη : Πήγαν οι μαύροι κόποι μας χαμένοι πέρα-πέρα!
Αφού ο Πρόσπερος ενέργησε εις τα διάφορα άτομα εις τρόπον ώστε, χωρίς αυτά να το ξέρουν, συνέργησαν εις τον υψηλό σκοπό τους, η βαθεία ψυχή του στρέφεται εις τον εαυτό της και προετοιμάζεται εις την απαθή συναπάντηση με τους εχθρούς του· θεληματικώς γδύνεται από την υπερφυσική δύναμη, την οποίαν είχε αποκτήσει, βέβαια φοβούμενος μήπως αυτή καμμία φορά καταντήση φθοροποιά, εις τα φθαρτά χέρια του ανθρώπου.
Όταν έπειτα είμαστε στο αμάξι, ξανακυρίεψε τον εαυτό του κι ανέβηκε άλλη μια φορά στη σκάλα και χάδεψε το μάγουλο της μητέρας και της είπε, σα να μιλούσε σε παιδί: — Μη φοβάσαι, μαμά, θα περάση. Ο Σβάντε ήρθε κι αυτός και σηκώσανε στα χέρια και το μικρό το Σβεν, που μιλούσε και φλυαρούσε. Τη στιγμή αυτή η Έλσα δεν ήξερε ποιον αγαπούσε περσότερο απ' όλους.
Δεσμώτη, φίλε μου πιστέ, 'δώ μέσα σε κρατάνε; Σίδερα σου βάλαν στα ευγενικά σου χέρια;.. Έξω μιλάνε για το θάνατό σου. Το ξέρεις; Αλιχτάνε από τη χαρά τους οι ειδωλολάτρες ολοένα. . . Δεν θέλω να πεθάνης. . . ωιμένα! δεν θέλω να σου 'δώ κοκκαλωμένο το κορμί ούτε το στόμα ανοιγμένο, το στόμα σου, που μ' έκανε το Φως το Αληθινό να προσκυνώ!
Στα χέρια μου σ' αυτό το δεσμωτήριο δεμένο να σ' αφίσω είνε, ή τώρα που η Θεσσαλονίκη κοιμάται σκοτεινή, να κάνω την πειο φωτεινή να λάμψη αύριο για σένα μέρα. Καταλαβαίνεις τι σου λέγω πέρα ως πέρα, οι λεγεώνες του Ιλλυρικού είνε δικοί μου. Στην προσταγή μου ο Στρατηγός των ο Μαξέντιος, πούνε τρελλός για μένα, θα ξαμολύση τα δασκαλεμένα πλήθη των οπλιτών. Φτάνει να το θελήσω.
Ο ευγενής ο δούκας, ο κύριός μου κι' αρχηγός, έρχετ' εδώ απόψε, και επ' ονόματι αυτού θα προκηρύξω, ότι όποιος τον φέρη ζωντανόν τον μιαρόν κακούργον 'ς τα χέρια του δημίου του, ανταμοιβήν θα λάβη· κ' όποιος τον κρύψη θάνατος! ΕΔΜ. Αφού του κάκου είδα ότι με λόγια προσπαθώ την γνώμην του ν' αλλάξω, τον εφοβέρισα κ' εγώ ότι θα τον προδώσω.
Και μαζί χέρια, πόδια, κορμιά δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, κενά καύκαλα, τρίχες χωμένες στις ρωγμές, μυαλά στουμπισμένα στην πέτρα. Κάποια κινητή πόλις επροσόχθισε, νομίζεις εκεί, εσκόρπισε κάτω από το αυστηρό βλέμμα του Θεού και απονεκρώθηκεν η ζωή και ο πλούτος της. Ένα τρεχαντηράκι, ομορφοφτιασμένο, άγγελος επρόβαινε με πανιά και ξάρτια, λέγεις και αρμένιζεν ανάερα.
Ο Έφις κοίταζε τα χέρια του και σώπαινε, αλλά ο ντον Πρέντου εξοργισμένος από αυτή την αδιαφορία, του χτύπησε τα χέρια στα γόνατα. «Τι σκέφτεσαι, ξόανο; Πες μου!» «Εντάξει, θα σας πω την αλήθεια. Εγώ πιστεύω πως ο Τζατσίντο θα τα καταφέρει να πληρώσει.» Τότε ο ντον Πρέντου απλώθηκε στο κάθισμα γελώντας, με φουσκωμένο το στήθος του, με τα δόντια ν’ αστράφτουν ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη του.
Η δε Δικαιοσύνη μας παίρνει το φαρμάκι μας 'ς τα σύμμετρά της χέρια και έπειτα 'ς τα χείλη μας προσφέρει το ποτήρι. — Αυτόν εδώ η σκέπη διπλά τον προστατεύει· εν πρώτοις είμαι συγγενής, κ' υπήκοός του είμαι· δεσμοί μεγάλοι και οι δυο· προς τούτοις τον ξενίζω κ' εγώ την θύραν χρεωστώ να κλείσω 'ς τον φονέα, όχι επάνω του εγώ μαχαίρι να σηκώσω!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν