Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Αφ' ου απεφασίσαμεν αυτά, επηγαίναμεν· όταν δ' εφθάσαμεν εμπρός εις την θύραν, εσταματήσαμεν και συνωμιλούσαμεν δι' έν ζήτημα, το οποίον εγεννήθη μεταξύ μας εις τον δρόμον· διά να μη μείνη λοιπόν η ομιλία ατελείωτη, αλλά πρώτα να την τελειώσωμεν και έπειτα να έμβωμεν, εσταματήσαμεν εμπρός εις την θύραν και συνωμιλούσαμεν, έως ότου εμείναμεν μεταξύ μας σύμφωνοι· μου φαίνεται λοιπόν ότι ο θυρωρός, κάποιος ευνούχος, είχε το αυτί του και μας ήκουε· φαίνεται δε ότι ένεκα του πλήθους των ερχομένων σοφιστών εβαρύνθη εκείνους, οι οποίοι εσύχναζαν εις την οικίαν· όταν λοιπόν εκτυπήσαμεν την θύραν, αφ' ου ήνοιξε και μας είδεν, ουφ, είπε, κάτι πάλιν σοφισταί είναι· δεν έχει καιρόν και συγχρόνως γρήγορα-γρήγορα έπιασε την θύραν με τα δύο του χέρια και με όλην του την δύναμιν μας την έκλεισεν εις τα μούτρα.
Τότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο βασιλιά Αγαμέμνος «Γέρο, αφού τώρα πολεμούν ως στ' ακρινά καράβια, 65 κι' άφελο βγήκε το χτιστό τειχί και το χαντάκι που να γενεί μας παίδεψε και κρυφολπίζαμ' όλοι κάστρο θαν τόχουμε άσπαστο κι' εμείς και τα καράβια, θα πει έτσι ο παντοδύναμος το θέλει γιος του Κρόνου, άχναροι να χαθούμε εδώ αλάργα απ' την πατρίδα. 70 Τι τόξερα όταν γκαρδιακά μας βόηθαε, και το ξέρω και τώρα που έτσι σα θεούς μακαριστούς δοξάζει τους Τρώες, και τα χέρια εμάς μας κόβει και το θάρρος.
Πέφτει του Λάμπρου το ραβδί π' ακούμπαε το πλευρό του, Της Χρύσως έπεφτε η ποδιά, τα χέρια χαρβαλώναν Κι' άθελα βρέσκαν κι' άγγιζαν του πιστικού τα χέρια. Έτρεμε σαν την καλαμιά κι' ανάγερνε τα μάτια Πλημμυρισμένα από καϊμό και φλογερά απ' αγάπη, Κι' όπως κοχλάζει απ' άνεμον η φουσκωμένη λίμνη Έτσ' ανεβοκατέβαιναν οι αμαλαγοί της κόρφοι.
— Θέλεις τίποτε, Γιώργη μου, Λίγο νεράκι να βρέξης ταχείλι σου; Πες μου, Γιώργη μου. — Τίποτα! Άσε με να ησυχάσω... Έκλεινε τα μάτια του κ' έπεφτε σε βύθος. Το στήθος του τότε ανεβοκατέβαινε σα φυσαρμόνικα, το κορμί του σπαραζότανε, τα χέρια του τινάζονταν όξω απ' τα παπλώματα. Έπειτα τον έπιανε το παραμιλητό. Λόγια, ονόματα, φωνές χωρίς νόημα.
Εδώ που βρίσκουμαι καλά βρίσκουμαι. Πατάω γερά σα νάχω θεμέλια. Πατάω γερά και βλέπω γερώτερα. — Τι βλέπεις ; — Βλέπω πως τούτα δω που ξεθάφτουμε θάκαναν σ' άλλα χέρια τον καλήτερον ασβέστη. Βλέπω και το σπίτι μου χάρβαλο. Κι αν ήμουν Αριστόδημος, θάβανα με τούτον τον ασβέστη να ξεγονατίσω το σπίτι μου. Τάχα σαν πέση απάνου μου τι θα κερδίσω με τούτα; μόνο που θα τάχω συντροφιά στη θανή μου.
ΑΓΓΕΛΟΣ Και τώρα έβδομος στην έβδομη την πύλη, ο ίδιος ο αδερφός σου, τι κατάρες λέει θα πω και τι κακά να βρούνε αυτή την πόλη° τα κάστρα μας αφού πατήση και της χώρας κηρυχθή βασιλιάς, της νίκης ν’ αλαλάξη παιάνα κ’ έπειτα να ’ρθή με σε στα χέρια κ’ ή να ποθάνη πλάι σου σκοτώνοντάς σε ή ζωντανό σου εκδικηθή την ατιμία της εξορίας του διώχνοντας όμοια και σένα.
Ποιανού είταν το γράμμα; τι είταν τα κλάματα; Αμέσως έννοιωσα πως είταν κάτι, — κάτι που δεν το ήξερα. Δεν είχε τη συνηθισμένη της την όψη· ο τρόπος της μου φάνηκε παράξενος και πήγαινα — ο δύστυχος! — να τρέξω να της πάρω βιαστικά από τα χέρια το γράμμα. Πόσο χαίρουμαι τώρα που δεν τόκαμα! Γιατί να μου έρθη υποψία πως γύρεβε τάχατις κάτι να μου κρύψη; Η καημένη!
ΡΕΓ. Εκείνος είναι! — Αλεπού! ΚΟΡΝ. Τα χέρια τ' αχαμνά του σφικτά να του τα δέσετε! ΓΛΟΣΤ. Ποιος είναι ο σκοπός σας; Είσθε 'ς το σπίτι μου εδώ· μη το ξεχνάτε, φίλοι. Μη κάμετε το άδικον, ω φίλοι! ΚΟΡΝ. Δέσετέ τον! Ακούετε; ΡΕΓ. Σφικτά, σφικτά! — Αναίσχυντε, προδότη! ΓΛΟΣΤ. Ω άσπλαγχνη, δεν είμ' εγώ προδότης. ΚΟΡΝ. Δέσετέ τον εδώ, επάνω 'ς το σκαμνί. Αχρείε θα σε μάθω...
Γεμάτο το σπίτι απ' τα καλά του Θεού. Και τώρα τίποτε δεν μας απόλειψε. Πάντα τα χέρια του γεμάτα. Τον ψυχρό το λόγο δεν τον ακούσαμε ποτές απ' το στόμα του. Έτσι μοναχά, που έπεφτε βαρύς, πώς να το πω; αμίλητος... Αυτό ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας. Βαρυγκομούσε, βλέπεις, η γυναίκα, κυρ-αστυνόμε.
Είναι ο ραγιάς, ο δούλος, ο δεμένος, ο άμαχος, ανάμεσα του Τσερκέζου και του Κοζάκου, κοπάδι για τα χέρια και για τα μαχαίρια δυο μακελλάρηδων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν