Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Άξαφνα ο κουρνιαχτός άνοιξε και πρόβαλαν τα παιδιά παιγνιδιάρικα· έπειτα φάνηκαν οι παπάδες με τα χρυσά τους άμφια, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, οι προύχοντες και πίσω ο λαός. Ήταν όλοι ξεσκούφωτοι κ' έδειχναν μεγάλην ευλάβεια· νόμιζε κανείς πως όλοι τους ανατράφηκαν σε μοναστήρι. Πέντε παλληκάρια έφερναν στα χέρια τους μακρύστενη σανίδα, θαμπή, με πολλά σκαλίσματα.
Από την άλλη μεριά του συμπλέγματος ο Ενάρετος Έρως με φτερά μαζωμέν' από τη λύπη προτείνει τη σαΐτα σ' έναν ολόκληρο λαό του ρουμανιού, που σιμώνει, από φαύνους, κριούς, τράγους, σατύρους και σατυρομάννες, που σφίγγουν τα μικρά τους δυνατώτερα με τα τρεμάμεν' από το φόβο τους χέρια, που όλοι μαζί τρέχουν απ' αριστερά μέσα σ' ένα βαθουλό δρομάκι ανάμεσα στο προσκήνιο κ' ένα βραχώδη τοίχο, που στα ριζά του μια βρύση χύνει απ' τον κρουνό της λυπητερά νερά.
Όλο το τοπίο έχει μιαν ιερή όψη και ο Λυτρωτής σταματάει το πέταγμα επάνω στον πιο ψηλό βράχο, με το σταυρό να τινάζει τους μαύρους βραχίονές του στο χρυσαφένιο θόλο του ουρανού. Και ο Έφις γονατίζει αλλά δεν προσεύχεται, δεν μπορεί να προσευχηθεί, ξέχασε τα λόγια. Τα μάτια του όμως, τα χέρια του που τρέμουν, όλο του το σώμα που αναταράζεται από τον πυρετό, όλα είναι μία προσευχή.
Κι ο Δάφνης άμα είδε τη Χλόη και την εκρατούσε στα χέρια του, και με το Γνάθωνα, καθώς μ' ευεργέτη του, εφιλιονότανε και σ' εκείνη εδικιολογότανε για την αδιαφορία του.
ΙΟΕΣ. Από την αρρώστεια που είχε πάθη είχαν αρχίση να πέφτουν τα μαλλιά της και τα ξύρρισε και τώρα φορεί φενάκην. Δείξε του, Πυθιάς, δείξε του για να πιστέψη. Ορίστε ο νέος ο αντεραστής που εζήλεψες. ΛΥΣ. Τι ήθελες να κάμω, Ιόεσσα, ερωτευμένος όπως ήμουν και αφού τον έψαξα με τα χέρια μου; ΙΟΕΣ. Τώρα όμως επείσθης. θέλεις τώρα να σου θυμώσω κι' εγώ; Και θα έχω περισσότερο δίκιο.
— Να το, βάρ' του!... εφώναζεν ένας με τον άλλον, κινώντας χέρια και πόδια στον καπετάνιο. Κ' εκείνος με το ντουφέκι στο χέρι με τα μαλλιά ορθά, τα μουστάκια άγρια, το πρόσωπο αναμένο, έτρεχεν από πρύμνη σε πλώρη βιαστικός, άγρυπνος, κυτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, λέγεις κ' έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο. Αλλά το πουλί ήξευρε πολλά παιγνίδια.
Τα λόγια, που αλλάξαμεν 'ς τον δρόμον, κ' αι ευχαί μας, ίσως θα έλθη ο καιρός να πληρωθούν, Εδμόνδε. Τώρα να φύγης! Πήγαινε να εύρης τον γαμβρόν μου. Εσέν' ας κάμη στρατηγόν και στράτευμ' ας σηκώση! 'Πάγω 'ς τον άνδρα μου κ' εγώ τα όπλα να του πάρω, και να του δώσω να κρατή 'ς τα χέρια του την ρόκαν!
Ήθελε να το ρίξη στην ξαπλωσιά δυο στιγμές και να ζήση, να βυθιστή στα χαδευτικά τα ονείρατα, που το κορίτσι, και μαζώχτρα να είνε, πρέπει να τα γυρέψη. Παράξενο πλάσμα η Ασήμω και μαγικό. Σα να μην είτανε για τέτοια λογής μαζώματα γεννημένη. Τα χέρια της, θα πης, ροζωμένα, από το τρίβε — τρίβε στο χώμα· μα πάντα μικρουλά και χυτά. Τα στιβάνια της όχι της ώρας, κι' ίσως στραβοπατημένα λιγάκι.
Μηδ' άλλος τον αμέλησε κανείς τους, μόνε ομπρός του κρατούν τις ομορφόκυκλες ασπίδες, και κατόπι τον παίρνουν κι' όξω οχ τη σφαγή στα χέρια τους τον βγάζουν, ως πούρθαν στα γοργά άλογα που καρτερούσαν πίσω 430 όξω απ' τη μάχη μ' αμαξά και με πανώριο αμάξι, κι' έτσι τον παν προς το καστρί ενώ βαριά βογγούσε.
Άμα μπήκε μέσα ο παπάς, τρέμοντας με την κοινωνιά στα χέρια, η άρρωστη ήρθε στα λογικά της, σήκωσε τα μάτια της, έκανε το σταυρό της κι' είπε: — «Σχωράτε με κι' ο Θεός σχωρέσ' σας»! Άνοιξε το στόμα της και δέχτηκε από τη λαβίδα τη μεταλαβιά με μεγάλη ευχαρίστηση και με μεγάλον αναγαλλιασμό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν