Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Φεύγει η Ιζόλδη και τρέχει έως το δωμάτιό της όπου η Βραγγίνα την πέρνει ολότρεμη στα χέρια της. Η Βασίλισσα της διηγείται την περιπέτεια. Η Βραγγίνα φωνάζει: «Ιζόλδη, κυρία μου, ο Θεός έκανε μεγάλο θαύμα για σας. Είναι πατέρας πονετικός και δε θέλει το κακό των αθώων.»
Με εκατόν ιππότας! Πολύ θα ήτο γνωστικόν, αλήθεια, να τον έχης εδώ να μένη μ' εκατόν ανθρώπους οπλοφόρους, κ’ εις κάθε φαντασίαν του, εις κάθε όνειρόν του, εις κάθε του παράπονον ή δυσαρέσκειάν του, να προστατεύη με αυτούς το ξαναμώραμά του, η δε ζωή μας και των δυο 'ς τα χέρια του να είναι! Οσβάλδε! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Με τους φόβους σου θαρρώ το παρακάμνεις.
Νιαούριζε, σπαρτάριζε, κάρφωνε τα νύχια της στα φορέματα του. Μα εκείνος ήσυχος, με κρύο χαμόγελο την κύτταζε και τις τράβαε τ' αφτιά, της στραγγούλιζε τα πόδια, της έσφιγγε το κεφάλι. — Μα τι σου κάνει το ζω και το πιλατεύεις; του είπε ο Δημητράκης από τη θέση του. Εκείνος τη δουλειά του· η γάτα παράδερνε στα χέρια του και νιαούριζε απελπισμένα.
Μερικοί όπου βρίσκανε ίσκιο, πέτρα ή ξύλο σωριάζονταν απάνου, τέντωναν τα πόδια τους· κύτταζαν με λύπη τα χαλασμένα παπούτσια τους, τις ματωμένες γάμπες τους. Βαθύ ξανάσασμα έβγαινε από τα στήθη ολουνών που τέλειωσαν. Πάει κι αυτό! Κάμποσοι αργαστηριάρηδες έφευγαν με τα κλειδιά στα χέρια για ν' ανοίξουν τ' αργαστήρια τους, να πιάσουν πάλε τη δουλειά.
Ως και μέσα στα σωθικά της γλίστρησε μέρος, αφού ο Υρκανός, αν και Μακκαβαίος, βγήκε ανάξιος, κι όλη η εξουσία έμεινε στα χέρια του Αντιπάτρου, άνθρωπου Ελληνικής θρησκείας, αν όχι και φύτρας. Τάβλεπαν αυτά οι Φαρισαίοι και λύσσαζαν, και τέλος τονέ φαρμάκωσαν τον Αντίπατρο. Σύγκαιρα ξαναβλάστιζαν, καθώς είδαμε, οι Ελληνικές οι πολιτείες της Συρίας.
Ο Λιάς από τη Βίδαβη. Επέρασε ο Λαμπέτης Και δείχνει τ' Αστραπόγιαννου την κάρα ματωμένη 'Στήν αγκαλιά του την πιστή. Εκεί κι' ο Αμπελογιάννης Με τρεις θηλειαίς που εσφίγγανε τον άγριο το λαιμό του. Ο Κωσταντάρας πώφερνε 'ς τον ώμο το παιδί του Σφαμμένο με τα χέρια του, μονάκριβή του κλήρα, Γιατί, κακούργιο, εντρόπιαζε, τάρματα, τη γενειά του.
Όταν πλησιάσανε στην αίθουσα του θρόνου, ο Κακαμπός ρώτησε έναν ανώτερο αξιωματικό, τι έπρεπε να κάνουνε για να χαιρετήσουνε την μεγαλειότητά του: αν πρέπει να πέσουνε στα γόνατα ή να συρτούνε με την κοιλιά· αν πρέπει να βάλουνε τα χέρια στο κεφάλι ή στον πισινό· αν φιλούνε τη σκόνη της σάλλας: μ' ένα λόγο ποια είναι η εθιμοτυπία.
Και τότε ο Αγαμέμνος σηκώθηκε με το ραβδί το γονικό στα χέρια, ψιλόφτιαστη Ηφαιστοδουλιά.
Κι' όμως την λύπη υπέφερε, αν κ' έμεινε μονάχος και γέρος με άσπρα πια μαλλιά σκυμμένος απ' τα χρόνια. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω σπίτι μου, την θύρα σου πως να περάσω τώρα; πως θα τους δω τους τοίχους σου, πούχουν αλλάξει τώρα. Αλλοίμονο. Τι διαφορά! Με πεύκα του Πηλίου και με τραγούδια άλλοτε του γάμου μου εμπήκα κρατώντας μέσ' στα χέρια μου το αγαπημένο χέρι της νύφης.
Ο γραμματικός μου εκατόρθωσε να κρατήση τον «Ταξιάρχη» κ' έπεσα μέσα. Σοβράνο ήρθα στο μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα για να πιάσω τη γραμμή μου. Αλλά βλέπω εκεί με μεγάλη ταραχή. Ναύτες έτρεχαν, βάρκες έρριχναν στη θάλασσα, φωνές — κακό σαν να εβούλιαζεν άξαφνα το πλεούμενο. Ο καπετάνιος ορθός στο κάσαρο, ξεσκούφωτος, κατακόκκινος εβλαστημούσε κ έβριζε κινώντας τα χέρια σαν φτερωτές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν