Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Στο στεφάνωμα να παρασταθή δεν το κατάφερε· ας μαζέψη λοιπόν όσα κάτια του μνήσκανε κι ας σηκωθή ναλλάξη τα στεφάνια κι ο ίδιος. Μουρμούριζε την αποθυμιά του. Τη σεβάστηκαν την αποθυμιά ξανάθεσαν τα στεφάνια στο γαμπρό και στη νύφη, τονε σήκωσαν το γέρο στα πόδια του. Έκαμε δύναμη κι άπλωσε τα κοκκαλιασμένα του χέρια ο γέρος. Τάλλαξε τα στεφάνια. Δάκρυζε ο κόσμος τριγύρω.
Είμαι Βασιληάς σας κ' είστε υποταχτικοί μου. Ακούστε τι μου παραγγέλνουν. Έπειτα συμβουλεύτε με, το απαιτώ, γιατί μου οφείλετε συμβουλή». Ο γραμματέας σηκώθηκε, ξεδίπλωσε την επιστολή με τα χέρια του, κι' όρθιος μπροστά στο Βασιληά: «Άρχοντες, είπε, ο Τριστάνος παραγγέλνει πρώτα πρώτα χαιρετίσματα και αγάπη στο Βασιληά και σε όλη την βαρωνεία του.
Ιδού λοιπόν αφήνω τον βωμόν και παραδίδομαι εις τα χέρια σας. Σφάξατέ με, φονεύσατέ με, δέσατέ με, κρεμάσατέ με από τον λαιμόν. Ω, παιδί μου, εγώ η μητέρα σου καταβαίνω εις τον Άδην, διά να μη πεθάνης συ! Αν δε σωθής από τον θάνατον, ενθημήσου την μητέρα σου, πόσα υπέφερε κ' εχάθη. Και, όταν σε φιλή ο πατέρας σου, αγκάλιασέ τον και με δάκρυα ειπέ του τι έκαμα.
Ποία είναι; Πούθ' έρχεται; Κοντά στον Τριστάνο, η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια, τρελλή από το κακό που η ίδια είχε κάνει, χτυπιώτανε με μεγάλες φωνές απάνω από το πτώμα. Μπήκε η άλλη Ιζόλδη και της είπε: «Σηκωθήτε, κυρία, κι' αφήστε με να πλησιάσω. Έχω πειο πολλά δικαιώματα να τον κλάψω, πιστεύτε με. Πειο πολύ τον αγάπησα». Γύρισε κατά την ανατολή και παρακάλεσε το Θεό.
— Τα χέρια σου τρέμουν! μου είπε ο Άλλος. — Και τα δικά σου. — Πού είμαστε; — Δεν ξέρω. — Δεν ακούς; — Ακούω. Τι ήτανε αυτό που άκουα μες στο σκοτάδι; Αυτό μας έκανε να τρέμουμε. Ένας θρήνος πλατύς ανέβαινε απ' τη γη. Ο θρήνος εγέμιζε τον κάμπο, τον ουρανό, τον αέρα. Τρυπούσε τα βαρειά σύννεφα κ' έσβυνε απάνω. Πλημμυρούσε όλη την πλάση, ζυμωμένος με το σκοτάδι. Ο ανθρώπινος πόνος
Κι' αφτός δε χόρταινε να σφάζει, κι' έβαφε μ' αίμας μελανό τ' αζύγωτά του χέρια.
Όταν άφησε τη θάλασσα ο Καπετάν Δημήτρης, καραβοτσακισμένος και θεόφτωχος, με δώδεκα δραχμές σύνταξι, ύστερ' από πενήντα χρόνια δούλεψι — τα μισά του τάφαγαν οι καπετανέοι και τα λιμεναρχεία — χωρίς να το καταλάβη έγινε Μπαρμπα-Δημητρός, επιστάτης για χρόνια στα σχολεία, με το βούρβουλα στα χέρια, και χωρίς να το καταλάβη πάλι πήρε τις συνήθειες του μακαρίτη του Παπα-Θανάση, του σύγγαμπρού του.
Όλα τα δώρα ατίμητα όσα χαρίζουν φίλοι. Αγαύη κι Αυτονόη κ' Ινώ, του Κάδμου οι θυγατέρες, τρεις ήταν και τρεις έκαναν πομπές του Διονύσου στον Κιθαιρώνα. Εσύναξαν εκείθεν άγρια φύλλα πυκνόφυλλης βελανιδιάς, χλωρού κισσού κλωνάρια, επήρανε στα χέρια τους και νιόβγαλτα σπερδούκλια κ' έκαναν δώδεκα βωμούς σ' ολάνοιχτο λιβάδι, εννιά για το Διόνυσο και τρεις για τη Σεμέλη.
Δύο εξ αυτών, μαύραι, ήρχισαν να αλείφουν με ανατολικά αρώματα το σώμα του Πετρωνίου· άλλαι, Φρυγιαναί, επιτήδειαι εις την τέχνην της κωμμώσεως, εκράτουν εις τα εύστροφα χέρια των κάτοπτρον εκ χάλυβος και κτένια· δύο άλλαι, Ελληνίδες κόραι από την Κω, ανέμενον την στιγμήν, καθ' ην θα επτύχωναν εις αγαλματώδεις γραμμάς τας τηβέννους των κυρίων των.
Το σήκωσε ψηλά, το χαμήλωσε ως τη γη, το ξανασήκωσε, το έκανε να γελάει, το έφερε έξω σφίγγοντάς το δυνατά στο στήθος της. Ο Τζατσίντο κάθισε έξω έχοντας ανοιχτά τα πόδια και ταλαντεύοντας τα χέρια του ανάμεσά τους, ενώ άκουγε την Καλίνα που τον προσκαλούσε να φάει μαζί της κουκιά μαγειρεμένα με γάλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν