Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
'Σ τη σκοτεινή του φυλακή, γαλανοφορεμέναις, Απλόνουν τα φτερούγια τους κ' επάνωθέ του ανοίγουν Βαθύν απέραντο ουρανό και του τον αστερόνουν Μ' αθάναταις ενθύμησαις, μοσχοβολιαίς του τάφου. Καταίβηκε ο Φιλόθεος με θυμιατό 'ς το χέρι Και λιβανίζει κ' ευλογά.
Τρέξε, βάλε τα δαιμονόπουλά μου να τους στρεβλώσουν τες κλείδωσες με ξερούς σπαραγμούς, να τους κοντήνουν τα νεύρα με γεροντικά μουδιάσματα, να τους ξεψυχίσουν τσιμπιές, να γένη το δέρμα τους παρδαλό σαν της τίγρης ή του αγριόγατου. ΑΡΙΕΛ. Άκουσε, βογγάνε. ΠΡΟΣΠ. Να κυνηγηθούν πλέρια. Σε τούτη τη στιγμή είναι στο χέρι μου όλοι οι εχθροί μου.
Την παραμονή των Χριστουγέννων θα κρατής τούτο το χαρτί στο χέρι σου, θα τρέμης και θα το βρέχης με τα γλυκά σου δάκρυα. Θέλω, . . . πρέπει! . . . = Ω ευχαριστούμαι που έλαβα την απόφαση». Η Καρολίνα εν τούτοις είχε πέσει σε παράξενη κατάσταση.
ΜΕ ένα πάτημα τρεμουλιαστό, συρτό, αβέβαιο, που έδειχνε μιαν τελείαν εξάντλησιν, μ' ένα ραβδί, με γυριστή λαβή, στο χέρι, επροχωρούσε, σιγά σιγά, η γρηά η εκατόχρονη.
Κ' εκείνη την ημέρα δεν ημπόρεσα να βασταχθώ, γιατί, δεν ηξεύρεις. Εδώ ήταν μια βάτος, κι' εδώ μι' αγριαγγινάρα. Κι' ο Τούρκος, που παράδερνε παραλαλώντας εις την μέση, εγύριζε στη βάτο, και της έκαμνε τεμενάδες, και την γλυκομιλούσε, και της έκαμνεν εργολαβία. Εγύριζε στην αγριαγγινάρα κ' έτριζε τα δόντια, κι' αγρίευε τα μάτια, κ' εσήκωνε με βρυσιαίς το χέρι του, να της κόψη το κεφάλι!
μούγκρισε απάνω υψώνοντας το χέρι και βροντερή του αντήχησε η λαλιά— καθώς στο λόγκο όταν κοπή το αέρι, όμοια στα πλήθη απλώθη σιγαλιά. «Κανένας δε σαλεύει; μες στο στήθος δε νιώθει αντρίκεια την καρδιά κανείς; μπροστά σ' έναν και τρέμει τόσο πλήθος;» Σκιαχτά κοντά του σάλεψαν δυο τρεις
Άφινέ με έτζι να ζήσης. Μια χαψιά κορμί για σένα 370 Είναι είδος στα χαμένα· Άλλο βρες να κυνηγήσης. Αν με φας, τι θ' απεικάσης; Σου χρειάζεται κάνα άλλο Απετούμενο μεγάλο, 375 Κι' όχι εγώ, για να χορτάσης. Το Γεράκι λέει σ' εκείνο, Για το αβέβιο όπιος τρέχει Μέτρα γνώσις δεν κατέχει· Και για ταύτο δε σ' αφίνω. 380 Κάλλια πέντε και στο χέρι, Πάρα δέκα και καρτέρει
Το ξέρουν, το λέει κατιτίς μέσα τους πως είναι γεννημένοι για να μιλούνε, να γράφουνε, να κυβερνούν, κι ως τόσο ο κόσμος να τους νοιώση δε θέλει, δεν τους φυσάει ο καιρός. Περπατούν, περπατούνε με ξερό ραβδί στο χέρι, κι όλο γεννούνε μεγάλες ιδέες. Μα έρχεται ο κόσμος κατόπι, και παίρνοντας το δρόμο του τις πατάει και λάσπη τις κάνει.
Και δίπλα πάλι η μάννα του θρηνούσε κι' ανοιγμένο κρατούσε μ' ένα χέρι της τον κόρφο, και με τ' άλλο 80 σηκώνει απάνου το βυζί και κράζει με λαχτάρα «Γιε μου Έχτορα, σεβάσου αφτά, λυπήσου με κι' εμένα, κι' η δόλια αν σούδωκα ποτές πονομαλάχτη κόρφο, θυμήσου το έλα, αγόρι μου, και τον οχτρό σου μέσα έμπα και χτύπα απ' το καστρί, μην τ' αντιστέκεις μόνος, 85 τι αν σε σκοτώσει, ω γόϊ κι' αλί! στο στρώμα στολισμένο δε θα σε κλάψω, αστέρι μου, εγώ η πικρή σου μάννα, μήτε η γυναίκα σου η χρυσή, μόνε ταχιά μακριά μας στα πλοία πέρα των οχτρών θα σε σπαράξουν σκύλοι.»
Πήρε ένα φυλλί τηγανίτα, μια χουλιαριά κουλάστρα, ένα μπούτι κόττα, άρπαξε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί στο χέρι κι' είπε: — Να ζήσετε και να καλοδεχτήτε τον Τασιούλα...
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν