United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Νίκη μας έφυγε· η Δόξα όμως μένει και θα μένη στους αιώνες δική μας. Ναι· είνε ωραίο· είνε τέλειο καλλιτέχνημα! Χύθηκε απάνου στάγαλμα, τ' αγκάλιασε σφιχτά και του φίλησε με πάθος το κρύο μέτωπο. — Για σένα τους χαρίζω κάθε αληθινή δόξα· εψιθύρισε τρυφερά κυττάζοντας το μάρμαρο. Πού είσαι τώρα, Περαχώρα, Γκενεβέζο, Αλαμάνο! εφώναξε απλώνοντας το χέρι του. Καλά κάματε και φύγατε· πολύ καλά.

Ο Γκεσούλης έτρεξε στην απελπισμένη φωνή τ' αφέντη του, και τη στιγμή που ο φονιάς άπλωνε το άτιμο χέρι του να βρη τη γεμάτη σακκούλα, το στόμα του πιστού σκυλλιού του τ' άρπαξε. Σκυλλί και φονιάς πάλαιβαν ο ένας με το φονικό μαχαίρι κι' ο άλλος με τα δόντια.

Δεν πολεμάει να γλυτώση τίποτις που βγαίνει από το χέρι του, κι ας μη χρειάζεται και γλυτωμό· αλάκερο Μιναρέ πολεμάει να γλυτώση! Απαράλλαχτοι και μεις, φίλε. Σε μιναρέδες ακκουμπούμε, να μην γκρεμνιστούνε· με μια διαφορά, που μας κάνει και φαινούμαστε κι από το Μεχμέτη τρελλότεροι.

Ο Έφις, καθισμένος στο σκαλάκι, με ένα γιασεμί στο χέρι και το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο, περίμενε να γυρίσει ο Τζατσίντο με ένα ακαθόριστο αίσθημα φόβου. Ο Τζατσίντο δεν γύριζε. Είχε μάθει, το δίχως άλλο, τη συμφορά και δίσταζε να γυρίσει. Πού ήταν; Ακόμη στην Ολιένα ή στο Νούορο ή πιο μακριά;

Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του και το πρόσωπό του φαινότανε πιο γέρικο απ' του γέρου του πατέρα του. Στάθηκε μια στιγμή σαν αλαφιασμένος, με τα μάτια του ορθάνοιχτα, μαύρα σαν την πίσσα. Έβαλε το χέρι του στον κόρφο, έβγαλε την τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την πέρασε στο λαιμό της πεθαμένης. Το χλωμό της το πρόσωπο άστραψε πάλι σαν τον ήλιο.

Έτρεμαν τα πηγούνια τους. Ίδρωνε και ξίδρωνε το σουφρωμένο μέτωπό τους. Έφριξαν οι ψαρές τους τρίχες αγριεμένες. Ολόσωμοι έτρεμαν. Και όλο και στο μουστάκι το χέρι. Όχι λόγια! Ο Κυρ-Σταρός ο γερογραματικός μάλιστα, χήρος ο καημένος ξερομαχημένος, βλέπεις, γερολιχουδιάρης πιο πολύ από τους άλλους, επήγαινε να λυώση σαν τάδολο κερί. Άρχισε κιόλα να τα φέρνη βόλτα.

Ω 'μέρα, 'μέρα τρομερή! της συμφοράς ημέρα! Δεν εξανάγινε ποτέ ημέρα τόσον μαύρη! Ω συμφορά! 'μέρα ψυχρή! δυστυχισμένη 'μέρα! ΠΑΡΗΣ Αδικημένη, έρημη, άθλια, ‘πέθαμμένη! Αδικημένη, θάνατε, απ' το σκληρόν σου χέρι, ω θάνατε, πικρέπικρέ! Αγάπη μου, ζωή μου! όχι ζωή, — αγάπη μου εσύ αποθαμμένη. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Βασανισμένη, δυστυχής· καμμένη, σκοτωμένη!

Ελάτε φίλοι, συμαζωχθήτε, Στο τοιμασμένο τούτο σκαμνί, Απλόστε χέρι και μην αργήτε, Στων τηγανίτων την ηδονή. Ω! τηγανίταις καλοφκιασμέναις, Ω τηγανίταις με το σωρό. Ζαχαρωμέναις και μελωμέναις, Και με σουσάμι τ' ασπροδερό. Ω! τηγανίταις, ω! νοστιμάδα. Ω! νοικοκύρης. ω!συνοδιά! Ω! ευχαρίστησι. ω! τι γλυκάδα. Ω! χαροκόπα, καλή βραδιά.

Όριζε αυτός όλους τους Αυλικούς, ως και τον Κόμητα τον Βεστιαρίου ή Πρωτοβεστιάριον, που αυτός μόνος χαίρουνταν το προνόμιο ναπλώνη χέρι και να ξεσκονίζη του Βασιλέα το φόρεμα· τον Κόμητα της Βασιλικής Οικίας , τον Πριμικήριο τον κοιτώνος , και τέλος τους Σιλεντιάριους . Ζώντας μερονυχτίς με τον Αυτοκράτορα ο Πραιπόσιτος καταντούσε μεγαλοδύναμος στο παλάτι, και παράδειγμα, ο Ευτρόπιος.

Και σταθείς παρά το παράθυρον εθεώρησεν ολίγας στιγμάς την σκούναν του καπετάν-Μοναχάκη καταμεσήςτο λιμανάκι του χωριού, στολισμένην με σημαίαις κατακαίνουργιαις και με πολύχρωμα σινιάλα, και ευλόγησεν αυτήν με το χέρι του και με την καρδίαν του ο συμπαθέστατος ιερεύς σαν να ήταν ιδική του. — Τι να σας πω, καϋμένα παιδιά, είπε τότε και ο γέρων πλοίαρχος.