Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


ΠΡΑΞΙΝΟΗ Δος μου, Γοργώ, το χέρι· και συ το χέρι να κρατής της Ευτυχίας, Ευνόη, και πρόσεχε να μη χαθής. Όλες μαζί να μπούμε· Ευνόη, κοντά μας πάντοτε. Αλλοίμονο, Γοργώ μου, μου ξέσχισαν το φόρεμα. Πρόσεχε συ, καϊμένε, το πανωφόρι μου. ΞΕΝΟΣ Κυρά, τι θέλεις να σου κάνω; μήπως είνε στο χέρι μου; όσο μπορώ, προσέχω. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Καλέ, τι κόσμος είν' αυτός; σπρώχνονται σαν τους χοίρους.

Αγαπάς τον εδά το μπάρμπα Νικολή; — Εγώ πάντα μου σαγάπουνα σαν και τον κύρη μου, μπάρμπα Νικολή, είπεν η Πηγή και εκινήθη να του φιλήση το χέρι· αλλ' ο Σαϊτονικολής την ημπόδισεν. Έπειτα αλλάξας τόνον, της είπε: — Και για πε μου, Πηγιό, παιδί μου, ο Μανώλης μου πώς σου φαίνεται; — Πώς να μου φαίνεται; απήντησε κοκκινίζουσα και χαμηλώνουσα το βλέμμα. Καλός.

Κατοίκησε ‘ς την Μάντουαν· και με τον άνθρωπόν σου έχω την έννοιαν μου εγώ ειδήσεις να σου στέλνω, ευθύς που τίποτε συμβή εδώ διά καλόν σου. Δος μου το χέρι· είν' αργά· καλήν σου νύκτα. Φύγε. ΡΩΜΑΙΟΣ Αν δεν μ' επρόσμενεν αλλού τέτοια χαρά μεγάλη, θα ήτο λύπη μου βαρειά ο χωρισμός σου, πάτερ. Ώρα καλή. Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου.

Ενώ εκάθητο λοιπόν την νύκτα, βλέπει έξαφνα τον μεγάλον Κλώσον και ανοίγει σιγά σιγά την θύραν, με τον πέλεκύν του εις το χέρι· έπειτα προχωρεί προς το κρεβάτι, και κτυπά κατακέφαλα την αποθαμένην γραίαν με τον πέλεκυν. — Άλλην μίαν φοράν, λέγει, δεν με κάμνεις μασκαράν. Και έφυγε με την ιδέαν ότι εσκότωσε τον μικρόν Κλώσον. — Τι κακός άνθρωπος! είπεν ο μικρός Κλώσος. Ήθελε να με σκοτώση.

Βλητρούδης ο αγέλαστος σ' ένα άλλο μέρος πάλι Στο Λυχνοπήδαν ήφερε φριχτού θανάτου ζάλη· Στο ψυχικό η κονταριά ορμητικά τον παίρει, 435 Κι' ως αστραπή τον έρριξε το φονικό του χέρι· Ο Κοροφάγος τρομερός με πείσμα του κινάει, Στο Φωναράν εχύμησε στη μέση τον χτυπάει.

Τώρα έθεσεν εις ταλαντευτικήν κίνησιν τας κλίμακας, όπως η αράχνη ταλαντεύεται, όταν θέλη να πιάση κάτι, κρεμασμένη από το μακρόν αιωρούμενον νήμα της· και όταν ο Ρούντυ διά τετάρτην φοράν ήγγισε την κορυφήν των κλιμάκων, οι οποίαι μαζί δεμέναι η μία με την άλλην ήσαν στημένοι κάτω, την έπιασε, συνήψε και συνέδεσε τας επάνω με τας κάτω με ασφαλές και δυνατόν χέρι· αλλά εκραδαίνοντο και επλατάγουν, σον να είχαν κουρδισμένα αγκίστρια.

Και τον ήβρε πικρά που θρήναε, κι' οι πιστοί τριγύρω του συντρόφοι είχαν δουλιές κι' ετοίμαζαν να φάνε χέρι χέρι· κι' είχανε κριάρι μαλλιαρό σφαγμένο εκεί στην άκρη. 125 Και πήγε κάθησε κοντά κοντά η καλή του η μάννα, που τρυφερά τον χάιδεψε και τούπε αγαπημένα «Παιδί μου, πες μου, ως πότε πια με στεναγμούς και κλάμα θα τρως τα σπλάχνα σου, χωρίς μήτε ψωμί ν' αγγίζεις μήτε γυναίκα; Μα καλό και σ' αγκαλιά γυναίκας 130 να γύρεις, τι πολλή ζωή δεν έχεις πια, μον τώρα σου στέκει δίπλα ο θάνατος κι' η άπονη σου η μοίρα.

Εγώ τον είδα· ήταν ένας γέρος με μακρυά άσπρα γένεια και μεγάλα μάτια· αυτός μας έβγαλε· έλεγεν η Μάρω περί του σωτήρος των. — Μπορεί να ήταν και γέρος· εμέ μου φάνηκε πως ήταν σύγνεφο και μέσ' απ' αυτό εβγήκε ένα χέρι· προσέθετεν ο Γιάννος, όστις εν αγνοία του εταύτιζε τον σωτήρα των προς τους πτερωτούς αγγέλους των εικονογράφων.

Αλλά το πρόσωπόν σου είναι βιβλίον ανοικτόν, καλέ μου Μάκβεθ, όπου πράγματ' αλλόκοτα 'μπορεί καθένας ν' αναγνώση. Θέλεις τον κόσμον να γελάς; Καθώς τον κόσμον κάμνε! Χαράν να λέγη η γλώσσα σου, το 'μάτι σου, το χέρι· να φαίνεσαι 'σαν τ' άκακο το άνθος, πλην να ήσαι το φίδι αποκάτω του! Εκείνος που θα έλθη την πρέπουσαν περίθαλψιν θα λάβη. Να μ' αφήσης εγώ τα πάντα μόνη μου απόψε να φροντίσω.

Και στων παιδιών του έρριξε τις κεφαλές κατάρες οργισμένες γιατί τα γέννησε και τα ’θρεφε, πικρόγλωσσες, αλλοίμονο, κατάρες· το βιό τους να μεράσουν μια φορά με το σπαθί στο χέρι· και φοβούμαι να μην το κάμη η Ερινύς τώρα γοργά.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν