United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μου δώσης πενήντα δραχμές να πάρω λίγα δέρματα, κλωνές, βελόνες, να στήσω κ' ένα τραπεζάκι σ' ένα καντούνι, να κάνω τον τσαγκάρη, να βγάλω τον «επιούσιον». — Πρώτα να περιορίσης τη γλώσσα σου, του είπε ο πατέρας μου, θυμούμαι. Αυτή σ' έφαγε... Ύστερα μου διηγήθηκε ο πατέρας μου, πως στα νιάτα του, σαν άφησε το Άγιον Όρος και τα καράβια, έγινε τσαγκάρης, τωόντι. Και καλός τεχνίτης!

Και να βλέπατε τώρα τη συγκίνησι που έχει η φιλενάδα μου. Τα μάτια της γυαλίζουν. Είναι μερικά πράγματα που μου φάνηκαν τόσο αστεία. Όλοι την κυττάζουν παράξενα. Η Βέρα καρφώνει απάνω της τα φασαμέν. ΑΝΘΥΠΟΛ. — Σε καλό σας, δεσποινίς. Τι πάθατε; ΛΕΛΑΠού θα καθίσωμε, φίλε μου. Να, εδώ σ' αυτό το τραπεζάκι ε; ΑΝΘΥΠΟΛ. — Όπου θέλετε.

Ο Μ-Αργύρης φέρνει το καλαμάρι και το βάζει σ' ένα μικρό τραπεζάκι. Η Δώρα κάθεται κι' αρχίζει να γράφη. Δεν πας να ιδής Μπάρμπ-Αργύρη μήπως σε θέλει τίποτε ο μπαμπάς; Μ' ανησύχησε σήμερα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑυτό έλεγα κ' εγώ κοκκώνα μου. Πάω. Φαντάζομαι τι παράπονα θάχης μ' εμένα. Θα λες πως ξελογιάσθηκα και ξέχασα τις ωραίες μέρες που περάσαμε στο μοναστήρι μαζή.

Τόσον προσφιλή, τόσον οικείον δεν ηύρα εύκολα άλλον τόπον και εκεί διατάσσω και μου φέρουν από το ξενοδοχείον το τραπεζάκι μου και την καρέκλαν μου, πίνω τον καφέ μου εκεί και αναγινώσκω τον Όμηρόν μου. Όταν για πρώτη φοράς τυχαίως ένα απομεσήμερο ήλθα υπό τας φιλύρας, ηύρα τον τόπον ολότελα έρημον.

— Α! είδες; απολαμβάνει η κυρία Περδίκη λησμόνησα να σου δώσω δύο γράμματα . . . — Φέρ' τα μίαν στιγμήν, Ασπασία· επάνω εις το τραπεζάκι τα έβαλα. Η δεσποινίς Περδίκη εκτελεί την μητρικήν παραγγελίαν, και απέρχεται κατόπιν εις το δωμάτιόν της ίνα συγυρισθή, αφού προηγουμένως εσφράγισε διά τρυφεροτάτου φιλήματος την πατρικήν παρειάν, κ' εψιθύρισε σιγά εις το ους του πατρός της·

Από τ' αριστερό τραπεζάκι, που χρησίμευε και για μικρό γραφείο με σωρούς βιβλίων απάνω του μ' ένα καλαμάρι, και δυο τρία δεκάρια άσπρου χαρτιού, ο κυρ γιατρός του φαρμακείου, ένας γέρος μεγαλόσωμος διαβάζοντας από πολλή ώρα την «Ακρόπολη», χωρίς να καλοσηκώση το κεφάλι του, αποκρίθηκε στενοχωρημένα, φυσώντας με τα πλατειά ρουθούνια του: — Ε! ποιος με ζητάει; εδώ είμαι!

Έν' αγιόκερι κι εκεί σαν το δικό μου, απάνω σ' ένα τραπεζάκι, φώτιζε το κελί απαράλλαχτο σαν το δικό μου. Κατάχαμα στις σανίδες είταν ξαπλωμένοι δυο χωριάτες, κουρελλιοντυμένοι, ξερακιανοί κι αδύνατοι, χωρίς να κουνιώνται. Τους πρόσεξα καλά κι είδα πως είταν πιστάγκωνα δεμένοι.

Κάτω εις την πρώραν, εις την αίθουσαν των ναυτών, εκεί προ των εικονισμάτων του πληρώματος, οπού έκαιεν η ακοίμητος του πληρώματος της σκούνας κανδήλα, επάνω εις ένα τραπεζάκι εύμορφα ευτρεπισμένον, ένα πιάτο με κόλλυβα είχε τοποθετηθή με πολλήν στοργήν παρεσκευασμένον. Ήσαν κόλλυβα με χάριν και τρυφερότητα πολλήν στολισμένα.

Τον κράζει η σάλπιγγα της Αφροδίτης στο «μπουντουάρ». Αν είχαμε πόλεμο, χώρες αλάκερες θα ρημάζανε. Τι θα χάση η ειρήνη, αν μέσα στην αγκαλιά της ρημάξη ο ήρωάς μας ένα και μοναχό σπιτικό! Είτανε και μας ώρα μας να ξαναμπούμε στης Κυρίας ταρχοντικό. Βλέπαμε απάνω στο τραπεζάκι της τη μια μεριά του παραμυθιού και δεν την καλονοιώθαμε.

Τ' αντρόγυνο γελαστό, ευχαριστημένο πάντα, κάθησε τότε σ' ένα τραπεζάκι, ο άντρας σφούγγισε τον ίδρωτα από το μέτωπο του, και χτύπησε με το χέρι του: — Βάλε μας μισή οκά, παιδί!.... Παραζεματάει σήμερα ήλιος!... Άξαφνα στο πλάι μου, πίσω από την παράγκα, μου φάνηκε πως άκουσα κάτι σαν αναφυλητό. Έσκυψα λίγο.