United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολλάκις τα λαγκάδια αντελάλουν από τας φωνάς του, εις τας οποίας επροσπάθει να δώση ρυθμόν άσματος. Αλλ' από τα τραγούδια τα οποία είχεν ακούσει μόνον ένα στίχον διετήρει η μνήμη του και αυτόν επανελάμβανε με το στερεότυπον προανάκρουσμα: «Αι! αμάν, αμάνΔυο μπάλλες συρμαλίδικες θα βάλω στο τουφέκι ... .. Αλλά και άλλη μεταβολή επήλθεν εις την ψυχήν του.

Όπου και να είναι, θα φθάση ένας με τον ταχυδρομικό του σάκκο στην αμασχάλη, με το τουφέκι στον ώμο του. Αυτός είναι ο φονιάς του σουλτανέλη. Ονομάζεται Χαραλάμπης, υιός του Μητάκου. Κάθε δεκαπέντε περνά το ίδιο το γεφύρι, που έπεσες με τ' άλογο. Τα ώτα μου εβόιζον ισχυρώς, μόλις τον ήκουον.

Εγώ να σου το κατεβάσω το σταφύλι. Αποθέτει χάμω το τουφέκι, κι ώσπου να γυρίσης να 'δης, βρέθηκε στο δέντρο απάνω. Κόβει το σταφύλι, και το πετάει στην ανοιγμένη ποδιά της. — Δε σκορπίστηκαν οι ρώγες, φωνάζει η μαζώχτρα αποκάτω, κρατώντας στο χέρι το κεχλιμπαρένιο τσαμπί αψηλά, αψηλά, και με ξέθαρρο γέλοιο δείχνοντας ταψεγάδιαστα δόντια της.

Οι επομένοι στίχοι, οι μόνοι διασωθέντες έκ τινος δημοτικού άσματος, μαρτυρούσι περί τούτων. Λυπηρόν δε είναι ότι δεν διεφυλάχθη ακεραία η διήγησις. Ο Μίρτζας εξεκίνησε κατά το Γαλαξείδι Πιάνει και γράφει μια γραφή, πικρή φαρμακεμμένη: « Σε σέ μώρ' Αστρατόγιαννε, ναρθής να φιληθούμε » Και μη γυρεύεις πόλεμο και μη ζητείς τουφέκι, » Συμπάθησέ με....

Η Πηγή ήτο εκεί, αλλά δυστυχώς δεν ήτο μόνη. Ο Στρατής, ιστάμενος παρά τον σταμνοστάτην, έπλυνε το τουφέκι του, η δε αδελφή του σκυμμένη εις την εστίαν κατεγίνετο ν' ανάψη φωτιάν. Όταν είδε τον Στρατήν, ο Μανώλης εστάθη προς στιγμήν αμφιρρέπων και σχεδόν έκαμε κίνημα οπισθοχωρήσεως.

Σαν τους έρριξαν οι τούρκοι τρεις κανονιαίς, άναψε το τουφέκι, κι' άρχισε το τόπη να σαλεύη, το καράβι του Νικοτσάρα επιάστηκε με την τούρκικη φεργάδα ξάρτια με ξάρτια, σαν δυο κακαίς γειτόνισσαις που μαλώνουν, και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά: Μα ο Νικοτσάρας με τον μπαλτά του έσπασε τους γάντζους κ' έκοψε τα μπαστούνια του Τούρκου, κ' εγλύτωσε το καράβι του απ' τα δόντια του θεριού.

Μόνον εγύρισε το πρόσωπό του από την άλλη μεριά για να μην τον βλέπη, και: — Αφήκες να σκοτώσουν τον αδελφοποιτό σου, του είπε, χωρίς ν' αδειάσης το τουφέκι σου· κ' έρχεσαι στο σπίτι μου, χωρίς το κεφάλι του φονιά στο χέρι σου; Είσαι άνανδρος! Είσαι προδότης! Και τον εσκούντησεν έξω, κ' έκλεισε την θύρα! Χωρίς ζωή στο κορμί του, χωρίς παρά στην τσέπη του!

Ο γέρος ο βασιλιάς και η γρηά η βασίλισσα τόχανε μαράζι στην καρδιά τους. Μα το βασιλόπουλο δεν άκουγε ούτε ορμήνειες ούτε παρακάλια. Κάθε αυγή έπαιρνε το τουφέκι του στον ώμο και τραβούσε στους λόγγους και τα βουνά.

Αλλά, αλλά γελάσθηκα. Μια 'πατηλή ελπίδα Μου μένει πάντατην καρδιά Ν' ακούσω ώραώρα Ένα τουφέκι βροντερό 'Στήν ένδοξη τον χώρα. Το βρόντο του δεν άκουσα, Μόν 'σάν καπνούρα είδα Για σώπα, σώπα και θαλθή Μια 'μέρα και για σένα, Ν' ακούσης και το βρόντο του, Να ταραχθή η Πλάσι, Τα έρμα τούτα τα βουνά Να σκούζουν, και τα δάση Και τα λαγκάδια να βογγούν Στα αίματα πνιγμένα.

Το μυστικό που σούπα Μας δένει τώρ' από καιρό... Σπαθί, φωτιά, τουφέκι, 'Σ τους ξένους οπού επάτησαν τα χώματά μας, Διάκε. Εμέ με φτάνει η Αρβανιτιά, και τάλλα, απ' άκρηάκρη Να τα κρατήσετε όλα σεις, χώμα, κλαρί και πέτρα. — Κι' αφού σ' εκάμανε πασά, με μιας τα ονείρατά σου, Βριόνη, τα λησμόνησες και δούλος του Μεχμέτη Σκοτώνεις τους συντρόφους σου...