Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Τα λάφια κ' οι λαγοί δεν έρχονται να ξεδιψάσουν στη ρεματιά μεσημεριάτικα. Εδώ μονάχα το ασπρόμαλλο κοπάδι μου σβύνει τη δίψα του. Κι' αν θέλης λαγούς και λάφια, πάρε το τουφέκι σου και τράβα στη δουλειά σου. Ο κυνηγός ζύγιασε πιο σιμά της και της είπε πάλι: — Εγώ κι' αν είμαι κυνηγός δεν κυνηγώ λαγούς και λάφια. Κ' εκεί που το ασπρόμαλλο κοπάδι σβύνει τη δίψα του, θέλω κ' εγώ να ξεδιψάσω.

Πόσαις φοραίς ακουμπιστός απάνω 'στο τουφέκι, ωσάν ακοίμητος φρουρός πολεμικής ειρήνης, πότε 'μπροστά μου έβλεπα τον Πόλεμο να στέκη, και άλλοτε τον Έρωτα με πρόσωπο γαλήνης. Ωνειρευόμουν αίματα, ωνειρευόμουν γάμους, κρεββάτια μες' στης λαγκαδιαίς και νυμφικούς θαλάμους.

Μπροστά στα μάτια της είδε άξαφνα η κοπέλλα το νέο τον κυνηγό, που πάντα τον εκαρτερούσε και πάντα τον απόδιωχνε. Μια ντροπή χύθηκε κ' έβαψε με κοκκινάδι το πρόσωπό της. Γιατί οι κοπέλλες έχουνε κρυφό και μυστικό τον ύπνο τους και τον φυλάνε απ' τα μάτια των παλικαριών. Ο κυνηγός την καλημέρισε με πνιγμένη φωνή. — Τι θέλεις από μένα, κυνηγέ, με το τουφέκι; του είπε δειλά.

Ο Μανώλης κατεταράχθη και έκαμε νεύμα λαθραίον και απειλητικόν προς το παιδίον, το οποίον απεσύρθη, αλλ' ανεφάνη εκ νέου και πάλιν έρριψε διά του ανηφορά το αυτό ψιθύρισμα προς τον Μανώλην: — Πατούχα ... Πατούχα! Ευτυχώς οι δυσάρεστοι εκείνοι ψιθυρισμοί εχάθησαν εις τον κρότον ενός πυροβολισμού, διότι ο Στρατής περατώσας το πλύσιμον «έκαψε» το τουφέκι του.

Θα κωλοσυρθή τότες το παλικάρι στο σπίτι του, θα βρίση αντίς να καλησπερίση, θα ξεράση αντίς να φάη, και θαποκοιμηθή αντίς να συλλογιστή πως τέτοια χέρια που τάφτειαξε η φύσις για να πιάνουν τουφέκι, κι αλυσίδες να σπάνουν, είναι κρίμα, μεγάλο κρίμα να δουλεύουν ολημερίς για κομμάτι μαύρο ψωμί και για μερικά ποτήρια φαρμάκι. Μη μου λες πως τα μεγαλώνω.

Η Πηγή εστράφη πάλιν προς την εστίαν και εξηκολούθησε να φυσά διά νανάψη το πυρ. Ο δε Στρατής, εξακολουθών να πλύνη το τουφέκι, έλεγε προς τον Μανώλην ότι είχεν ανακαλύψη τα ίχνη ενός λαγού και θα μετέβαινεν το βράδυ να τον παραφυλάξη εις το φως της σελήνης.

« Αυτό το γιαταγάνι μου, » Κι' αυτό το τσακισμένο » Τουφέκι μου· θα μαρτυρούν » Πάντα το θάνατό μου, » Το θάνατό μου το σκληρό, » Και το μαρτύριό μου » Μες 'ς τ' Αλαμανογέφυρο, » Το τόσο δοξασμένο

Μ' αν θέλη την καρδιά μου να την κάνη χάρισμα, άδικα πασχίζει κι' αγωνίζεται. Αυτή δεν την ορίζει. Και σκύβοντας λυπητερά το κεφάλι του, για να κρύψη δυο δάκρυα που στάζανε στα χλωμά του μάγουλα, είπε σιγά: — Αλλοίμονο! Ούτ' εγώ ατός μου την ορίζω. Κ' έφυγε βιαστικά, πνίγοντας ταναφυλλητά του στήθους του. Το βασιλόπουλο κρέμασε το τουφέκι στον ώμο και ξεκίνησε για το βουνό.

Πες του να κατέβη και θα πάμε κυνήγι. Άλλο ένα τσιγάρο, και φάνηκε ο Μιχάλης με το τουφέκι κι αυτός. — Μα έναν καφέ, αδερφέ μου. Έλα πρώτα μέσα. Την άναψε κιόλας η Βασιλική τη φωτιά. — Πάμε τώρα πούχει κυνήγι, κ' ύστερα γυρίζουμε και τον πίνουμε. — Πάει καλά, κ' έτσι γίνεται. Και ξεκίνησαν όξω προς τα δικά τους τα λιόδεντρα.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν