United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με μεγάλη βουή μαζεύονται: όλοι κλαίνε εκτός από τον νάνο του Τινταγκέλ. Τότε ο Βασιληάς τους μίλησε έτσι: «Άρχοντες, αυτή η πυρά είναι για τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα, γιατί εγκλημάτησαν». Όλοι φώναξαν: «Δίκη, Βασιληά. Να γίνη δίκη πρώτα. Είναι ντροπή και κρίμα, να τους σκοτώσουμε χωρίς δίκη. Βασιληά, αναβολή και έλεος γι' αυτούς

Και σκυμμένες απάνω στο πελώριο πτώμα, μητέρα και κόρη, ξανάλεγαν ατελείωτα το παινετικό μοιρολόγι του νεκρού και ρίχνανε την ίδια κατάρα κατά του φονηά. Και με τη σειρά της μία μία γυναίκα έπαιρνε το μοιρολόγι. Από κείνη την ημέρα, η Ιζόλδη η Ξανθή έμαθε να μισή το όνομα του Τριστάνου του Λοοννουά. Αλλά στο Τινταγκέλ, ο Τριστάνος έλυωνε: φαρμακωμένο αίμα έτρεχε από της πληγές του.

Έπειτα απάντησε: «Ναι, την τελευταία φορά που μου μίλησε, θυμάμαι που του είπα: «Αν ποτέ ξαναϊδώ το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, ούτε πύργος, ούτε φρούριο, ούτε διαταγή Βασιλική θα μ' εμποδίσουν να κάνω το θέλημα του φίλου μου κι' ας είναι φρονιμάδα ή τρέλλα. — Βασίλισσα, σε δυο μέρες η Αυλή θαφήση το Τινταγκέλ για τον Άσπρο Κάμπο.

Λοιπόν καλά, ακολούθα με, Τριστάνε. θα σε βοηθήσω». Ο αυλάρχης έκρυψε στο Λιντάν τον Τριστάνο, τον Γκορνεβάλη, τον Καερδέν και τον ιπποκόμο του, κι' όταν ο Τριστάνος του ιστόρησε λέξι προς λέξι όλες της τελευταίες περιπέτειες του, ο Ντινάς πήγε στο Τινταγκέλ για να μάθη νέα της Αυλής.

Καταραμένη νάναι η μέρα που γεννήθηκα, καταραμένη η μέρα που μπήκα σ' αυτό το καράβι! Ιζόλδη, φίλη, και σεις, Τριστάνε, το θάνατό σας ήπιατε!» ... Και πάλι το καράβι αρμένιζε για το Τινταγκέλ.

Σαν έπεσε η νύχτα, άφησε τους κυνηγούς του στο δάσος, πήρε το νάνο πισοκάπουλα, και γύρισε στο Τινταγκέλ. Από μια είσοδο που ήξερε, μπήκε στον κήπο κι' ο νάνος τον ωδήγησε κάτω από το μεγάλο πεύκο. «Ωραίε Βασιληά, πρέπει ν' ανεβήτε στα κλαδιά αυτού του δένδρου. Πάρ'τε κει πάνω το τόξο και τα βέλη σας: ίσως σας χρειασθούν. Και ησυχάστε, δε θα περιμένετε πολύ.

Πίσω από τον πύργο του Τινταγκέλ απλώνεται ένας κήπος, μεγάλος και κλεισμένος με γερούς πασσάλους. Αναρίθμητα ωραία δέντρα τονέ στολίζουν, φορτωμένα από καρπούς, άνθη, και πουλιά. Στο πειο μακρυνό από τον πύργο μέρος, πολύ κοντά στους πασσάλους του φράχτη, βρίσκεται ίσο και ψηλό ένα πεύκο: ο ρωμαλέος κορμός του βαστάει άφθονα κλαδιά και φύλλα.

Τους είδε να κοιμούνται, τους ανεγνώρισε, και τρομαγμένος μην ξυπνήση ξαφνικά ο Τριστάνος, τώβαλε στα πόδια. Έφυγε μέχρι το Τινταγκέλ, δυο λεύγες μακρυά, ανέβη τα σκαλιά της Βασιλικής σάλλας και ηύρε το Βασιληά που προήδρευε σε κάποια δίκη, στη μέση των συναθρισμένων υποτελών του.

Λοιπόν, αυτή τη χρονιά, ο Βασιληάς έστειλε στο Τινταγκέλ, για να φέρη την παραγγελία του, ένα γίγαντα ιππότη, τον Μόρχολτ που είχε πάρει την αδελφή του γυναίκα και βασίλισσα. Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να νικήση τον Μόρχολτ σε μονομαχία. Αλλά ο Βασιλιάς Μάρκος με σφραγισμένα γράμματα είχε συγκαλέσει στην Αυλή του όλους τους βαρώνους του τόπου του, για να πάρη τη συμβουλή τους.

Στο δωμάτιο της, στο Τινταγκέλ, η Ιζόλδη η Ξανθή στενάζει για τον Τριστάνο και τον προσκαλεί. Να την αγαπάη πάντοτε; άλλη σκέψι δεν έχει, ούτε άλλη ελπίδα, ούτε άλλη επιθυμία. Όλη της η επιθυμία είναι σ' αυτόν, και δυο χρόνια τώρα δεν ξέρει τίποτε από μέρους του. Πού είναι; Σε ποιον τόπο; Να ζη τάχα τουλάχιστον;