Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Ως τώρα δα θωρούσαν Την &έξοδο& απ' τα τείχηα του κ' έκαναν το σταυρό τους· Ύστερα, 'σάν τα Τούρκικα τ' ασκέρια, τον οχτρό τους, Είδαν 'σάν κύμα να χυθούν 'ςταίς θύραις τους, 'στά τείχηα, Και 'σάν αγρίμια να πηδούν, να κρέμωνται απ' τα 'νύχια, Τρέχουν κατά τη θάλασσα, καιτου πελάου την άκρη Μέσα σε πύργο πούχανε μπαρούτη σωρειασμένη Κλειούνται με μιας και σταίνουνε χορό, 'σάν ανδρειωμένοι, Σαν νάτανετα νειάτα τους, δίχως καϋμό και δάκρυ, Του απελπισμένου αυτού χορού είνε ο Καψάλης πρώτος.

Μια μαύρη φιγούρα ανέβαινε τον ανήφορο όπου τα χαμηλά κουκιά κυμάτιζαν κιόλας ασημένια στο φεγγαρόφωτο, κι εκείνος, που τη νύχτα ακόμη και οι ανθρώπινες μορφές του φαίνονταν μυστηριώδεις, ξανάκανε το σταυρό του.

ΓΙΑΓΙΑ Αν σ' άκουγε κανείς να λες τέτοια λόγια για το Σταύρο μας, ποιος ξέρει τι μπορούσε να βάλη με το νου του. Είτανε κανένα παραλυμένο το παιδί; Είχε τίποτα κακές συναναστροφές; Άφινε ποτέ το σπίτι του, για να τρέξη και να μπερμπαντέψη στους δρόμους; Τίποτ' απ' αυτά, το καημένο μου. Αυτό ένα δρόμο είξερε, σκολειό και σπίτι, σπίτι και σκολειό.

Έμαθα πως ο Σταύρος έφυγε από το σπίτι, γιατί μάλωσε με τον πατέρα, έμαθα ακόμα πως η μητέρα μου αγαπούσε τόσο πολύ το Σταύρο, ώστε αρρώστησε ύστερ' από το φευγιό του κι αυτό στάθηκε η αιτία να πεθάνη. ΓΙΑΓΙΑ Ποιος σου τα είπε αυτά; Πες μου Αννούλα, ποιος σου τα είπε;

Δεν αφίνεις, αδερφέ, και λίγο αυτά τα παλιόχαρτα να ιδής τι γίνεται γύρω σου· Μα το σταυρό άμα μπαίνω εδώ μέσα μου φαίνεται πως μπαίνω σε τάφο. — Κ' εμείς, βέβαια, σας φαινόμεθα τυμβωρύχοι· είπε με ειρωνικό χαμόγελο ο Περαχώρας, κυττάζοντας τους συντρόφους του.

Έτσι θα έκανε βέβαια και το Σταύρο, όσο που πήρε ο αδερφός μου τα μάτια του κι έφυγε. Σουτ! Αννούλα, μην ξαναπής τέτοιο λόγο. Ποιος σου τα είπε αυτά; Ψέματα, ψέματα, ο Σταύρος δεν έφυγε. Τον έστειλε από καιρό ο πατέρας του στο εξωτερικό για κάτι δουλειές του εργοστάσιου και μια μέρα θα γυρίση. Τα ξέρω εγώ, τα έμαθα. Έμαθα όλη την αλήθεια.

Αποκοτιά, μαθές, επανέλαβε και η θειά το Αρετώ. Συγχρόνως δε κατέβη εις τον νουν της μία ιδέα. — Αμμή σαν το αποφασίσης, γυιέ μ', κάνε το σταυρό σ', και τάξε τίποτε στην Παναγιά, να σε φυλάξη. — Έταξα εγώ μέσα μου, είπεν ο Στάθης· έταξα να της την πάγω ασημένια τη μια τη γίδα, σαν την γλυτώσω, την Ψαρή. Την Ψαρή ας γλύτωνα! Ο ιερεύς έκαμε διφορούμενον νεύμα.

» Ελάτε όλοιτο Σταυρό » Εδώ να ορκισθούμε, » Ότιόλη μας τη ζωή » Τον Τούρκο θα κτυπάμε, » Και θα τον καταδιώχνουμε, » Καιτα βουνά ας πάμε. » Εκείτα πεύκα, 'ς ταις οξιαίς » Τη 'λευθεριά θα 'βρούμε

Την πρωίαν εκείνην μ' εξύπνησεν ευτυχή σχεδόν ως σατράπην, τον οποίον χαιρετίζει λίαν πρωί η περιπαθής μουσική των αυλών και των εγχόρδων, η φωνή της μικράς γειτονοπούλας μου Ξενιάς, πενταετούς παιδίσκης, ψαλλούσης με παιδικήν δροσεράν φωνήν το δημώδες παλαιόν δίστιχον: Καράβι, καραβάκι, πού πας γυαλό-γυαλό, με κόκκινη παντιέρα και με χρυσό σταυρό.

Αφού δεν άνοιξες τα σπλάχνα σου να τα καταπιής τάγρια τα ψυχοπαίδια σου, πώς δεν τα ημέρεψες, πώς δεν τάκαμες ένα μαζί σου; πώς δεν τανάθρεψες να σαγαπούν και να σε τιμούν, τη γλώσσα σου να μιλούνε, να λατρεύουνε το Σταυρό σου, καμάρι να σέχουν, και την καταγωγή τους να ντρέπουνται; Εσύ η Βασιλοπούλα, που έναν Ηρώδη μια φορά μάγευες και δικό σου τον έκαμνες, πώς να μην ταλλάξης με τη θαματουργή σου τη χάρη το σκυλολόγι που θρέφεις;

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν