Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


ΜΙΚ. Και δεν κρατούσα ο κακομοίρης ολίγα κομμάτια από κείνο το χρυσάφι για να τάχω σ' αυτή τη ζωή να μπορέσω να ζήσω; Έπειτα απ' αυτή τη ζωή τι θα γίνω; Θα το ξέρης βέβαια και αυτό, διότι αν μου μέλλεται τίποτε καλλό, θα σηκωθώ τώρα αμέσως να κρεμασθώ από το πάτερο που στέκεσαι. ΠΕΤ. Δεν υπάρχει τρόπος να το μάθης αυτό.

Το συμπεραίνω δε αυτό και εκ τούτου, ότι κατεκλίθη μεταξύ εμού και σου, διά να μας χωρίση. Δεν θα του περάση όμως, διότι εγώ θα σηκωθώ να κατακλιθώ κοντά σου. — Εμπρός λοιπόν, επανέλαβεν ο Σωκράτης, έλα κ' εξαπλώσου εδώ, έπειτα από εμέ. — Ω Ζευ! ανέκραξεν ο Αλκιβιάδης, τι υποφέρω διαρκώς από τον άνθρωπον αυτόν! Το νομίζει χρέος μου να είμαι παντού κατώτερός του.

Βοήθησέ με να σηκωθώ! είπε. Δεν θέλεις να με φονεύσης αληθινά; Συνόδευσέ με έως την θύραν· έπειτα θα υπάγω μόνος. Ο Ούρσος τον εσήκωσεν ως πτερόν, και έπειτα τον ωδήγησε προς την έξοδον. Όταν ο Χίλων έμεινε πλέον μόνος του εις τον δρόμον έψαυσε τα πλευρά του, ως διά να βεβαιωθή ότι έζη ακόμη· έπειτα ήρχισε να βαδίζη.

Μου είπε η κουμπάρα μας μια γνώμη, να τάξω στην Καισαριανή, μεγάλ' η χάρι της, να σηκωθώ να τον πάω, ίσως λυπηθή, η Παναγία και τον κάμη καλά. Χάρες μεγάλες ακούονταν πως γίνονται τον καιρό εκείνο.

Από στιγμή σε στιγμή ερχόταν το κύμα και μου έδερνε το πρόσωπο· μ' έλουζε από τα νύχια ως την κορφή. Και όμως δεν είχα δύναμι να σηκωθώ. Άρχισε να με κυριεύη αποκαρωμάρα κ' ενώ ήμουν ακόμη ζωντανός ενόμιζα πως ήμουν κουφάρι, πως μ' εκυλούσαν αλαφρόν σαν πούπουλο τα κύματα.

Αυτός διά να μου δείξη καλύτερα, έκαμε και εμβήκαμεν και οι δύο μέσα εις την κασσέλαν και μου έδειξεν τι τρόπον έχω να το μεταχειρισθώ εις το να σηκωθώ εις τον αέρα, το να τρέξω ογλήγορα ή αργά, και εις το να κατεβώ, και εις ό,τι άλλο έκανε χρεία. Και αφού εκάμαμεν διάφορες δοκιμές, επήγα με αυτήν πετώντας εις το σπήτι μου, και εκατέβηκα εις το περιβόλι μου.

Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω, Τ' έχω δυο λόγια να σας πω, να σας αφήκω διάτα. Χαμός η αρρώστεια, ωρέ παιδιά, και χαλασμός ο Χάρος.

Πολλοί με φθονούν και με κατατρέχουν και περισσότερον από όλους ο Μίκυλλος ο γείτονας. ΜΙΚ. Σου μοιάζω• σαν κι' εσένα κλέβω κι' εγώ τα πιάτα. ΠΕΤ. Σώπα, Μίκυλλε, να μη μας ακούση. ΣΙΜ. Το καλλίτερο είνε να μη κοιμούμαι και να κάθωμαι να τα φυλάττω όλα. Και τώρα ας σηκωθώ να κάμω ένα γύρο στο σπίτι. Ποιος είνε εκεί; Σε βλέπω κλέφτη... αλλ' όχι είνε στύλος. Καλά.

Φούσκωσε η θάλασσα και θα με πνίξη. Λίγο λίγο. Πόσο έχω ακόμη; Να τελειώση αφτό το βάσανο πια. Όταν πεθάνω, θα πεθάνη κι ο φόβος μαζί μου. Έτσι θα γλυτώσω. Πού κοιμάται ο μουσαφίρης; Τέσσερεις ήμισυ. Να σηκωθώ! Κάπου να πάω. Να βγω όξω από το σπίτι, να μην είμαστε μέσα δεκατρείς. Μούδιασε η καρδιά μου και δεν μπορώ. Είμαι του Χάρου.

ΛΑΕΡΤΗΣ Ω Αμλέτ', εδώ την έχεις· Αμλέτε, σκοτωμένος είσαι, ουδέ κανένα ιατρικότον κόσμον να σε ιάνη αξίζει· ώρα μισή ζωήςεσέ δεν απομένει· αυτό 'πού σφίγγεις είναι τ' όργανο του φόνου, ακούμπωτο, φαρμακωμένο· ιδού το μαύρο μηχάνημα οπού σπατην κεφαλήν μου· ιδού με κείτομαι χάμω εδώ να μη σηκωθώ πλέον· από φαρμάκι και η μητέρα σου πεθαίνει· άλλην δεν έχω εγώ πνοήν· ο Βασιλέας — ο Βασιλέας είναι ο πταίστης.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν