Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Τις δυο κατοπινές μακρές βδομάδες η αρρώστια του Σβεν ταιριάστηκε με τις συνήθιες της καθημερινής ζωής μας, όπως γίνεται πάντα σαν έρχεται η αρρώστια σ' ένα σπίτι.
Η μαμά δεν ήθελε να πη κακό για το σκύλο, προσπαθούσε μόνο να τον πείση πως ο σκύλος δεν μπορεί ποτέ να είναι το ίδιο μ' έναν άνθρωπο. Του έλεγε όσα μπορούσε να του πη. Ο Σβεν την αγκάλιαζε και της έταζε πως δε θα ξαναφύγη και δε θα ξανακάμη τη μαμά να λυπηθή.
Όλα γίνανε όπως τα πιθυμούσε και το στερνό κρεβάτι της στρώθηκε μέσα στην μικρή κάμαρα του Σβεν. Εκεί είτανε ξαπλωμένη με ταπαλά, μαύρα μαλλιά λυμένα απάνω στο λευκό φόρεμα και γύρω της είταν όλα τανοιξιάτικα άνθη. Πίσω της είτανε στημένη κοντά στο μικρό παράθυρο μια ολοπόρφυρη αζαλέα και στο κρεβάτι της χυμένη μια βροχή από κίτρινα ρόδα.
Παράγγειλα να μου φέρουν ένα αμάξι και την ίδια στιγμή που έκανα αυτό σκέφτηκα πως έπρεπε να φάω. «Ο Σβεν πέθανε», συλλογίστηκα. «Δε θα τονέ βρω ζωντανό, άμα φτάσω σπίτι. Άμα όμως φτάσω δεν πρέπει να είμαι νηστικός και κουρασμένος. Πρέπει να είμαι σε θέση ναγρυπνήσω και να παρηγορήσω τη γυναίκα μου.» Όλα αυτά περάσανε στο νου μου εκεί που καθόμουνα και περίμενα το αμάξι.
Τρέμοντας από το ψυχικό συγκλόνισμα πήγα στην κάμαρα, όπου είταν ο Σβεν. Το δεξί του μάτι είτανε σβησμένο και το αριστερό είχε γίνει τόσο παράξενα καθαρό και μεγάλο. Έσκυψα απάνω του, πήρα το μικρό αθώο του χέρι και το έφερα στα χείλη. «Αγαπημένο παιδί», συλλογίστηκα. «Εμείς οι δυο δεν μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον.»
Φαινότανε τόσο ανόρεχτος, ώστε η μαμά τον πήρε στην αγκαλιά της και τονέ χάδεψε και θύμωσε με τον ηλικιωμένον κύριο, που δεν ένοιωσε πως ο μικρός καθόταν εκεί λυπημένος γιατί ο κόσμος δε νιαζότανε πως ένα μικρό παιδάκι είναι χαρούμενο. Ο Σβεν δε μιλούσε άμα βγήκε στο δρόμο· έπειτα όμως είπε ψιθυριστά, σα να είχε φόβο μην τον ακούση κανείς: — Αυτός δεν είτανε βέβαια ευγενής κύριος.
Την άφησα κ' έπειτα από μια στιγμή βυθίστηκα σ' έναν ύπνο, όμοιο με θάνατο. Πριν περάση η άλλη μέρα, γνωρίζαμε πως δεν υπήρχε σωτηρία και πως ο μικρός Σβεν θα πέθαινε. Η βεβαιότητα έπεσε απάνω μας σα βαρύ χτύπημα, γιατί όλον τον καιρό πρωτήτερα δεν πάψαμε να ελπίζουμε.
— Να ήξερες πόσο μιλώ για σε μαζί του, έλεγε, όταν ο Σβεν έδινε τέλος του πατέρα την άδεια να τον αφήση από την αγκαλιά του, κ' έκανε θέση της μαμάς
— Τι κουτός που είσαι! είπε ο Ούλοφ. Ο μπαμπάς μας λέει έτσι. Τότε εννόησε ο Σβεν και με μάτια, που λάμπανε από την ανυπομονησία, ρώτησε: — Δε λέει τίποτε για το Νέννε; Ο πατέρας, που μπήκε μέσα στο μεταξύ, σήκωσε το μικρόν ψηλά ως το ταβάνι, τον κατέβασε πάλι και του είπε: — Τι να πη για ένα μαϊμουδάκι, που είναι τόσο μικρό ακόμα και δεν έκαμε τίποτε; Μα ο Σβεν δεν έμεινε ευχαριστημένος.
Μα όταν ερχόταν η άνοιξη και το νερό άρχιζε να τρέχη από τη στέγη στην αυλή, ο Σβεν λησμονούσε όλα τάλλα, εξόν από το πως είταν ένα μικρό αγόρι, που ήθελε να πηγαίνη βαθιά στο δάσος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν