Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Η μητέρα του τονέ φοβέριζε συχνά πως θα τον δείρη, μα και συχνά βεβαίωνε και μένα πως είταν άξια να ξεσκίση εκείνον που θα τολμούσε ναγγίξη με το χέρι του τον Σβεν.
Έπαιζε στην κάμαρά της κι όλο το πρωί, που ο πατέρας έλειπε και τα μεγαλήτερα παιδιά είτανε στο σκολειό, ο μικρός Σβεν καθισμένος κάτω στο πάτωμα άκουγε τη μαμά να του διηγάται παραμύθια. Η μαμά ήξερε πολλά παραμύθια, όμως κανένα άλλο δεν άρεσε τόσο του Σβεν όσο η κοκκινόσκουφη, που την έφαγε ο λύκος εκεί που πήγαινε στη γιαγιά.
Είτανε μια αγάπη που περνούσε κάθε όριο και δεν ψυχραινότανε ποτέ, γιατί η μαμά είτανε τόσο ευτυχισμένη μ' αυτή, ώστε να μην της γίνεται ποτέ βάρος ο μικρός. Ο Σβεν κ' η μαμά είχαν τα μικρά τους μυστικά κι όταν της ψιθύριζε κάτι στο αυτί, δεν είχε το δικαίωμα να το ακούση ούτε ο μπαμπάς.
Ψηλά και με ροζιάρικους κλάδους υψωνόντανε τα έλατα αποπάνω του και προχώρεσε μέσα στους κορμούς, όπου ο ήλιος έλαμπε στα μούσκλα και τα πρώτα ανοιξιάτικα πουλιά είχαν αρχίσει να κελαδούν. Ένας μικρός ποντικός πετάχτηκε μέσα από τις πέτρες κι ο μικρός Σβεν έτρεξε κατόπι του. Όλο και μακρήτερα πήγαινε πάντα.
Είτανε χαραχτηριστικό του Σβεν πως μιλούσε για όλα όσα του ερχόντανε στο νου και το έκανε περσότερο απροσποίητα παρόσο το συνηθίζουν τα παιδιά, χωρίς να τον μέλη για την εντύπωση που έκανε στους μεγάλους. Ο Σβεν από τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια δεν αιστάνθηκε γύρω του άλλο από θερμότητα κι αγάπη.
Τον συγκινούσε τόσο, όταν συλλογιζότανε την τύχη της μικρής κοκκινόσκουφης, είχε τόσο φόβο από τον τρομερό λύκο και θύμωνε τόσο μαζί του. Ήθελε να γίνη μεγάλος και να πάη να τον βρη να τον σκοτώση. Έπειτα παίζανε με τη μαμά. Παίζανε πως ο Σβεν έγινε μεγάλος και ταξίδεψε και πως η μαμά καθότανε μόνη και τον περίμενε.
Και πρόστεσε: — Αν όμως πεθάνω μια μέρα, πήγαινε στον κομμό του Σβεν. Απάνω απάνω εκεί θα βρης ένα γράμμα. Μα δεν πρέπει να το διαβάσης προτήτερα. Γιατί ξέρω πως σε λίγο θα πεθάνω κι όταν πεθάνω, θα πεθάνω το ίδιο σαν το Σβεν. Πόσες φορές την άκουσα να μιλή τέτοια λόγια και πόσες φορές δε με κάμανε τα λόγια αυτά νανατριχιάσω ως το κόκκαλο!
Όταν έπειτα είμαστε στο αμάξι, ξανακυρίεψε τον εαυτό του κι ανέβηκε άλλη μια φορά στη σκάλα και χάδεψε το μάγουλο της μητέρας και της είπε, σα να μιλούσε σε παιδί: — Μη φοβάσαι, μαμά, θα περάση. Ο Σβάντε ήρθε κι αυτός και σηκώσανε στα χέρια και το μικρό το Σβεν, που μιλούσε και φλυαρούσε. Τη στιγμή αυτή η Έλσα δεν ήξερε ποιον αγαπούσε περσότερο απ' όλους.
Κ' ενώ πηγαίναμε κ' οι τρεις μαζί, έκανε της μαμάς κρυφά νέματα, που δεν έπρεπε να τα δη ο μπαμπάς, σα να ήθελε να μένη ευτυχισμένος με το πώς, δεν άφινε να σπάση ο κύκλος της μυστικής συνεννόησης, που είχε χαράξει γύρω από την αγάπη του και τον εαυτό του. Μα όταν ο μπαμπάς είτανε στην πόλη και γύριζε στο σπίτι, ο Σβεν περίμενε κρυμένος πίσω από την πόρτα για να τον φοβίση.
Ο Σβεν κούνησε τΟ κεφάλι κ' έμεινε στη θέση του. — Μα γιατί; — Περιμένω τη μαμά, είπε ο μικρός αδερφός με μεγάλη σταθερότητα. — Μα ξέρεις πως η μαμά θα βγη έξω πολύ αργότερα. Η μαμά δεν είναι τόσο καλά, όπως πριν, και πρέπει να μένη αργά στο κρεββάτι, γιατί δεν κοιμάται τη νύχτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν