Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Όταν λοιπόν του διάβασε ο Σβάντε δυνατά από το βιβλίο, τονέ ρώτησε η μαμά: — Για ποιόνε λέει το βιβλίο; Κ' επειδή ο Σβεν δεν ήξερε τι ναπαντήση, ξακολούθησε η μαμά: — Για τα μεγάλα αδέρφια σου. Δεν καταλαβαίνει ο Νέννε; Νέννε λέγαμε το Σβεν. Είχε βρει τόνομα μόνος του, γιατί δεν μπορούσε να προφέρη το Σ. — Μα ταδέρφια δεν τα λένε όπως λέει το βιβλίο, δοκίμασε να πη ο Νέννε.
Ναι, φοβούμαι πως μιλούσε μαζί τους γι' αγάπη και για γάμο, γιατί γνώριζε τη γλώσσα τους, όσο κανένας άλλος κ' ίσως ακόμα με τη δύναμη, που είχε η φαντασία της, είχε αρχίσει να αιστάνεται πως είναι πεθερά. Δεν ωφελούσε τίποτες ανίσως δοκίμαζε κανείς να πάρη την αγάπη του Σβεν από την αστεία όψη της.
Κι όταν ο μπαμπάς έφτανε τέλος κ' έμενε όξω στο διάδρομο για να τινάξη τον άμμο από τις γαλόσες του, ο Σβεν πλησίαζε τόσο σιγά και δε συλλογιζότανε πια να τον φοβίση, μα έστεκε μόνο εκεί και χαμογελούσε, σα να ήξερε καλά πως ο μπαμπάς δεν μπορούσε να τονέ δη δίχως να χαρή.
Αν πέθαινες εσύ — δεν μπορώ να το στοχαστώ. Μα αν πέθαινε ο Σβεν, δε θα μπορούσα να ζήσω πια. Πολλές φορές σκέφτηκα να σου το πω. Γιατί ήθελα να το ξέρης. Μου άπλωσε το χέρι και τα μάτια της γυρέψανε τα δικά μου, σα να ήθελε να μου ζητήση να τη συχωρέσω γιατί πίστευε πως μπορούσε να ζήση χωρίς εμέ. Κι άμα σβήσαμε το φως, έμεινα πολλή ώρα άγρυπνος και στοχαζόμουνα τα λόγια της.
Διηγότανε μονάχα τι είπε η Μάρθα και πώς παίζανε καλά μαζί. Μια μέρα του είπε η μαμά: — Την αγαπάς πολύ τη Μάρθα; Κι ο Σβεν τέντωσε το κάτω αχείλι κι απάντησε: — Δεν ξέρεις πως η Μάρθα είναι αρρεβωνιαστικιά μου; — Μα αυτό δε μου το είπες, απάντησε σοβαρά η μαμά. — Πρέπει όμως να το ξέρης· θα παντρευτούμε, είπε ο Σβεν. — Πότε θα παντρευτήτε; ρώτησε η μαμά. — Άμα μεγαλώσουμε, απάντησε ο Σβεν.
Κ' ήξερα κιόλας πως ποτέ άλλη φορά από την ημέρα που πέθανε ο Σβεν δεν είχα έρθει τόσο κοντά της, όπως τώρα.
Άμοιρο παιδί! Ποια θα είναι μια μέρα η τύχη σου στον κόσμο; Και για να παρηγορήση σωστά το Σβεν και να ξαναφέρη τη χαρά του, είπε: — Είτανε κακός, πολύ κακός κύριος· αλήθεια. Τότε άστραψε πάλι από χαρά ο Σβεν κ' η λύπη του σβήστηκε, γιατί μπορούσε να πιστεύη πως μόνο κακοί άνθρωποι κάνουνε τέτοιο πράμα. Του κόψανε τα μαλλιά κ' η μαμά τον πήγε στο ζαχαροπλαστείο.
Από όλα τα τραγούδια, που έλεγε ο Σβεν, ωραιότερα τραγουδούσε το εξής: Μπε μπε, άσπρο αρνί, έχεις και μαλλί; Ναι, ναι, μικρό παιδί, γεμάτο το σακκί! Για τον μπαμπά σακκάκι, για τη μαμά τρικό και δυο ζευγάρια κάλτσες για το μικρό αδερφό. Το τέλος του τραγουδιού αυτού είταν η μεγαλήτερη επιτυχία του Σβεν.
Δεν το μπορούσα. Κι απάνω στην απελπισία μου, άρπαξα το μόνο που μου ήρθε στο νου κ' είπα: — Μα το Σβεν μπορείς να τον αφήσης; Τινάχτηκε, σα να τη χτυπήσανε, κ' έπλεξε τα χέρια της απελπισμένα. — Όχι, όχι, δεν μπορώ. Πήγε τρεκλίζοντας στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας και με παρακάλεσε να την αφήσω μόνη.
Είτανε σα να έλειπε μακριά κ' έβλεπε κει κάτω όλα όσα είταν ωραία και φαιδρά στη γις και τα νοσταλγούσε κ' αιστανότανε πως δεν είτανε πια γι' αυτόν. Ακκουμπούσε μόνο το κεφάλι του στον ώμο του μπαμπά. Κ' έπειτα τονέ φέρανε πάλι μέσα στο κρεββάτι του. Η μαμά τον ξάπλωσε κει και του έσιαξε τα μαξιλάρια. — Δεν είταν ωραία, Σβεν; — Ω ναι, μόνο πως δεν μπορούσα ακόμα. Μα γλήγορα θα γίνω πάλι καλά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν