Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Ονόματα, ονόματα κατρακυλούσανε μέσα. — Μαλάααμος! — Σαροδήηημος! — Βαρδαλάαας! Η υπηρεσία, στο σχήμα του σκοπού, σέρνοντας το σπαθί στο πλευρό και κινουμένη με άκαμπτο βήμα καλούσε τους ναύτες. Αν όμως η φωνή ήτανε φιλική, είχεν άλλο τόνο. Την καταλάβαινε χωρίς καμιά δυσκολία. Της έλειπεν η έμφαση· τονιζότανε μαλακώτερα και τις περισσότερες φορές ακουότανε στην κλητική: — Μασούρα! — Καραδημάκη!
Να τος όμως που ανεβαίνει το μονοπάτι σέρνοντας στο πλάι, σαν να ήταν σκυλί, το σκονισμένο του ποδήλατο. Φτάνει λαχανιάζοντας λες και έρχεται από την άλλη άκρη του κόσμου και αφού πέταξε από μακριά μια σακούλα στον υπηρέτη ξαπλώνει στη γη φαρδύς πλατύς σαν πεθαμένος.
Ένας χωριάτης κοντακιανός, χλωμός και κατακίτρινος κι αυτός, σέρνοντας τα τρύπια τσαρούχια του, χωρίς σκάλτσες, με τα φαρδειά λερά και μισοφαγωμένα βρακιά του, χυτά κάτω απ' τη λερή φουστανέλλα του, με την καταξεσχισμένη μικρή μαύρη σκούφια του απάνω στ' άφθονα μαλλιά του, που κυμάτιζαν άγρια, και δένουνταν σ' άγριο ασπρόμαυρο κύμα με τα ψαρά γένεια του και τα μουστάκια του, σύρθηκε κι αυτός στο πλάι της γυναίκας του, αμίλητος, φοβισμένος, στενοχωρημένος που βρίσκουνταν σε τόσο κόσμο.
— Ναι, δέχεται· έκαμε η κόρη με το κεφάλι για να κρύψη τ' αναφυλλητό της. — Μα τι; κλαις βλέπω!.. επρόσθεσε κυττάζοντάς την κατάματα· μη σέβρισε ; — Τσ... έκαμε κείνη· άκου. Τον έσυρε σιγά ως την πόρτα του γραφείου και στάθηκαν εκεί σκυφτοί και λυπημένοι για κάμποση ώρα. — Πάμε, είπε ο Δημητράκης, σέρνοντας κατόπιν του την κόρη· δε βαστώ πια. Μου φαίνεται πως ακούω ψυχομάχημα...
Και τέτοια η λύσσα τους, που αδέρφιασαν Χριστιανοί και Τούρκοι ανήμερα και χύμιξαν ανακατωμένοι στης Εκκλησιάς την αυλή «να τη σπαράξουν τη σκύλα». Πού πια τώρα να τους εναντιωθή Εφημέριος, πού να δείξη στήθος Επίτροπος! Την έφεραν όξω σέρνοντάς την από τα μαύρα μαλλιά της.
Βγήκα στερνός από τη χαμηλή σιδερόπορτα του ξώτοιχου, σέρνοντας από το καπίστρι το μουλάρι μου κι ακολουθάμενος από ψηλόν ήμερο σκύλλαρο με οκνά μάτια και μαλλιά μακρύτατα παρδαλά. Όξω από το περιχύλι, που κατηφορνούσε χορταριασμένο το σιάδι κατά τη λαγκαδιά, ξάνοιξα μες το θαμπό φως της αυγούλας την καμπάνα του μοναστηριού, κρεμασμένην απάνου σ' ένα χιλιόχρονο πουρνάρι.
Αφού σκοτώθηκε ο Μάρκος, έφεραν οι Σουλιώτες το λείψανό του και το ξάπλωσαν εμπρός 'σ το νάρθηκα της εκκλησιάς του Μοναστηρίου. Σηκώθηκε τότε ο Καραϊσκάκης από το κρεββάτι κ' επήγε σέρνοντας και φίλησε με δάκρυα το νεκρό του Μάρκου· κ' είπε· — Άμποτε, ήρωα Μάρκο, κ' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω. Κ' επήγε αληθινά όπως ευχήθηκε, ο ήρωας.
Βγήκα στερνός από τη χαμηλή σιδερόπορτα του ξώτοιχου, σέρνοντας από το καπίστρι το μουλάρι μου κι ακολουθάμενος από ψηλόν ήμερο σκύλλαρο με οκνά μάτια και μαλλιά μακρύτατα παρδαλά. Όξω από το περιαύλι, που κατηφορνούσε χορταριασμένο το σιάδι κατά τη λαγκαδιά, ξάνοιξα μες το θαμπό φως της αυγούλας την καμπάνα του μοναστηριού, κρεμασμένη απάνου σ' ένα χιλιόχρονο πουρνάρι.
Χώρισαν τ' άλλα διο... ο ζυγός τους έτριζε... τα γέμια 470 μπερδέφτηκαν σα στρώθηκε τ' αποξινό στις σκόνες. Σ' αφτό όμως βρήκε εφτύς γιατριά ο άξιος Αφτομέδος· δεν τάχασε, μον σέρνοντας οχ το παχύ μερί του την κάμα, τρέχει τα λουριά και κόβει του Πηδάσου, κι' έτσι τ' αλόγατα έσιαξαν και μπήκαν στα λουριά τους. 475 Ξανά τότε όρμησαν οι διο μ' αμάχη ψυχοφάγα.
Μη χωρίζεστε παιδιά μου, Οχ τα ίχνη τα δικά μου. Στο ποτάμι μέσα τρέξτε Όσο θέλετε, και παίξτε. Στα ριχά μη ξεγελιέστε, Και στης άκραις να πλανιέστε. Είναι οχτροί, και φυλαχτήτε, Να μη τύχη και βλαφτήτε. Έτζι τα ψαρόπουλά του, Σέρνοντάς τα από κοντά του, Εσυμβούλευε το Ψάρι, Με αγάπη και με χάρι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν