Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Αλλά συ άμα ενόησες ότι ήμουν αφωσιωμένη και πέθαινα για σένα, πότε με την Λύκαινα έπαιζες μπροστά μου, για να με σκάζης, πότε, ενώ ήσουν πλαγιασμένος μαζή μου, επαινούσες την αρπίστριον Μαγίδιον. Εγώ δε έκλαια, γιατί ενοούσα ότι τα έκανες αυτά για να με βρίζης.

Και κουμπάρος; — Ένας βοσκός. Τόσοι βοσκοί 'νε στον Ομαλό. Κύστερα σα θες κατεβαίνουμε στο χωριό που θάνε κέτοιμο το σπίτι. Μα 'γώ, άνε μ' ερωτάς, έχω καλλίτερα να κάτσωμε παντοτεινά στα όρη και το χειμώνα να κατεβαίνωμε με τα ωζά μας στη γιαλιά να ξαχειμωνιάζωμε. Εσένα δε σ' αρέσει αυτή η ζωή; — Ό,τι σαρέσει 'σένα μ' αρέσει και μένα. — Τότε έλα να φύγωμε. Η Πηγή εσκέπτετο.

Και τότες πια λέω του γαμπρού και σου φτιάνει και σένα φουστάνι, που πας να μείνης . . . — Έλα στο νου σου, κορίτσι μου! Σαββάτο βράδυ κιόλας. Και σταυροκοπιέται. — Δε σ' απογελώ, κ' έννοια σου. Λωλή δεν είμαι. Το είπα, το ξανάειπα, πως θα γίνη, κ' έγινε. Και μ' αρχοντόπουλο, όχι παίξε γέλασε. Τον Πανάγο, θεια, τον Πανάγο!

Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε 95 «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, τέλος κι' αρχή από σένα εγώ θα κάνω, γιατί ορίζεις κόσμο πολύ, και σούβαλε του Κρόνου ο γιος στο χέρι ραβδί εξουσίας για να τηράς πώς νάναι εφτυχισμένοι.

Όταν λοιπόν θα 'ρθώ εγώ σε ξένο σπίτι, ξένος, που κ' η γυναίκα είν' άτεκνη, όπου της ίδιες λύπες είχε κι' αυτή προτήτερα με σένα δοκιμάση, βαρειά θα φέρνη πάντοτε την τύχη τη δική σου μπροστά στην ατυχία της, που συ παιδί ευρήκες.

Εστρέφετο δε ν' απέλθη, ότε εσταμάτησεν αυτήν νεαρός ναύτης, κατερχόμενος εις την αγοράν, κατάκλειστος εις την γούναν του, τον ρωσσικόν κούκον του και τα βαρύτατα ως σιδηροπέδας υποδήματά του. — Τ' είνε θεια Σπύραινα! εχαιρέτισεν ο ναύτης. — Τι νάνε, παιδί μου! «Επόνεσαν τα μάτια μου την θάλασσα να βλέπω τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα ν' απαντέχω».

Αυτά σας πειράζουν, διότι σημαίνουν ότι είμαι καλλιτέρα και αξιέραστος, σεις δε επεριφρονήθητε. ΔΩΡ. Νομίζεις ότι, επειδή εφάνης ωραία εις ένα ποιμένα και μισόστραβον, έγεινες αξία να σε φθονήσουν; Αλλά τι άλλο είχε να θαυμάση σε σένα παρά μόνον το λευκόν χρώμα; Και τούτο υποθέτω, διότι είνε συνηθισμένος εις το τυρί και το γάλα και όλα όσα ομοιάζουν με αυτά τα νομίζει ωραία.

Ενώ εζητούσε να με ησυχάση, άνοιξεν η πόρτα κ' εμπήκεν ένας μισόκοπος καμαρωμένος και γελαστός, με ώμορφη χωρίστρα, με μόσχο εις το μαντύλι και χείλια χονδρά σαν αράπης. Ο συνταγματάρχης τον έκραξε σιμά του, άρχισαν να κρυφομιλούν, κ' έπειτα γυρίζει και μου λέγει· «Πήγαινε απόψε στας πέντε να εύρης τον κύριον δημοτικόν σύμβουλον, που έχει θέσι για σένα». Φαντάζεσαι ό'τι δεν έλειψα.

Τρέχα, τρέχα στο καλύβι, και σκάλιζε με την πέννα σου. Ένας χρόνος της πέννας αξίζει πενήντα φωτιά και μπαρούτι. Τρέχα, πρι να σε κατεβάση ο χάρος και σένα!» Κ' έσυρα κ' ήρθα στο καλύβι με νέα ζωή και μ' αίμα καινούριο. Σα νάνοιωθα πως γύρισε πίσω η νιότη μου. Σφίγγω τώρα τα δόντια μου να μην πεθάνω πρι να κάμω του γέρου το θέλημα.

Και τώρα επειδή δεν είχα να της δώσω της χίλιες δραχμές που μου ζητούσε, διότι ο πατέρας είνε σφικτός και δεν μου δίδει, εδέχθη τον Μοσχίωνα και σ' εμένα έκλεισε την πόρτα• εγώ δε για να την πεισμώσω και να της αποδώσω τη λύπη που μου προξένησε, επήρα σένα.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν