United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νά η Κερά-Δημήτραινα από ‘δω με τις κόρες της, κ’ εγώ από μέρος μου-τα πάντα θυσία για σένα!. . . Λέγαμε δα για σας τόσα καλά, Κερά-Δημήτραινα, και για τις κόρες σας-καλή τύχη νάχουν !. . . Κ' έφυγε η Ευρυδίκη κι απέμεινε το θύμα με τον καινούργιο δήμιο.

Μάκι καλλίτερά 'μαι, είπε η άρρωστη με φωνή άτονη και λίγο βραχνή. — Καλά μου τώπε τόνειρό μου! — Κείντα όνειρο 'δες, μα; — Προθές τη νύχτα σε 'δα στον ύπνο μου κιεφόριες κατακόκκινα. Ήσουνε πολλά ώμορφη, σαν τσοι καλλίτερους καιρούς, πούχες την υγειά σου. Σε θώρουνα σένα ψηλό χαράκι. Με ξάνοιγες και μούκανες νοήματα πως είσ' ευχαριστημένη. Φαινόσουνε πολλά χαρούμενη.

Και Αϊμά αδελφή μου τι θα πη; Θα πη ότι συ η Αϊμά είσαι αδελφή μου. Χωρίς άλλο αυτό θα πη. Και διά τούτο μου φαίνεται καλλίτερον. Διότι το άλλο, σένα, αδελφή μου, σε λέγουν Αϊμά, είνε ανόητον. Το ξεύρω θα μου πη κ' εκείνη, το ξεύρω πως με λέγουν Αϊμά, δεν έχω ανάγκη να μου το πης. Τότε τι θα της πω; Όσο και να σπάσω το κεφάλι μου, δεν θα ευρώ λέξιν να της αποκριθώ.

Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• 210 «Φίλ', επειδή μου ενθύμισες το πράγμ' αυτό και μου 'πες, λέγουν 'που την μητέρα σου πολλοί ζητούν μνηστήρες, και σπίτι σου σε τυρανούν, πολλ' άνομα οργανίζουν. το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σ' έχει μίσος ο λαός όλος, του θεού φωνήν ακολουθώντας; 215 ποιος ξεύρει μη την βία τους πλερώση αυτός μίαν ώρα, μόνος, ή από τους Αχαιούς συνωδευμένος όλους; ότι αν σε θέλει ν' αγαπά η γλαυκομμάτ' Αθήνη, τόσ', όσο για τον ένδοξο πονούσεν Οδυσσέα, 'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχαμε μύρια πάθη,— 220 θεόν δεν είδα φανερά να δείξη την αγάπη, ως φανερά την έδειχνεν η Αθήνητο πλευρό του,— αν σ' όμοια θέλει ν' αγαπά και να πονή για σένα, τότε απ' αυτούς πολλοί, θαρρώ, τον γάμο θ' αστοχήσουν».

« Φεύγει ο Μουχτάρης σου! . . » Φεύγει, Φροσύνη! . . » Και 'σένα μόναχη, » Έρμη σ' αφίνει.» « Κλάψε! Φροσύνη μου. » Την μοναξιά σου! » Φροσύνη! Σ' έφαγε » Η ωμορφιά σου!..» Απ' το τραγούδι 'γνώρισα Πως ήταν η Φροσύνη, Η Βασιλική τ' Αλή-Πασσά, Κ' η Δέσπω του Λιακάτα. · Κ' εκείναις π' ακολούθαγαν Την ίδια τους τη στράτα, Με το τραγούδι. Αι Δεκαφτά Που πνίξαμε με 'κείνη.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σ’ εκάλεσα όχι ελπίζοντας μωρολογίες, αλλοιώς δεν θενά πάταγες εις το παλάτι. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τέτοιος εγώ εγεννήθηκα: μωρός για σένα, μα συνετός για τους γονείς που σ’ έχουν κάμει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για ποιους γονείς; ποιος μ’ έκαμεν απ’ τους ανθρώπους; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Η μέρα τούτη θα σε φάη, που θενά δείξη ποιος σ’ έκαμε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αινιγματώδη, σκοτεινά λόγια, μου λέγεις.

ΗΡΑΚΛΗΣ Ξέρω ότι εδέχθηκε για σένα να πεθάνη. ΑΔΜΗΤΟΣ Λοιπόν πως ημπορώ να ειπώ πως ζη, αφού το εδέχθη; ΗΡΑΚΛΗΣ Α, μην την κλαις η ώρα της πριν έλθη. ΑΔΜΗΤΟΣ Τι σημαίνει; Τάχα δεν λέγεται νεκρός αυτός που θα πεθάνη; ΗΡΑΚΛΗΣ Ναι, αλλά είναι χωριστό το ένα από τάλλο. ΑΔΜΗΤΟΣ Έτσι νομίζεις, Ηρακλή, εσύ. Εγώ όμως όχι. ΗΡΑΚΛΗΣ Τότε τι κλαις; Μη φίλος σου επέθανε κανένας;

Φάγαμε σένα τραπέζι κοινό, διπλοπόδι καταγής στρωμένοι, ό,τ' έφερνε καθένας μαζή του κι ό,τι μας ψευτοτοίμασε ο φιλόξενος καλόγερος του μοναστηριού. Πολλά λόγια για απόδειπνα δεν αλλάξαμε, γιατί κι αποσταμέν' είμεσταν και την αυγή έπρεπε να ξυπνήσουμε γλήγορα για να φύγουμε δίχως ήλιο. Και πλαγιάσαμε. Πλαγιάσαμε στην αυλή του μοναστηριού αραδαριά.

Και θαρρώ πως μιαν ημέρα θα παραιτήσω και τα γράμματα και τους καθηγητάς και θαρθώ στο χωριό. Ω πως τανεζητώ!...» — Θωρείς εδά; είπε πάλι το Βαγγελιό. Αν εκάτεχα γράμματα θα σούγραφα κεγώ να σε παρηγορήσω, για να μην τύχη και φύγης απού το σκολειό και θάτονε πολύ κακό για σένα. Τάλλα γράμματα δεν έλεγαν πολύ διαφορετικά πράγματα.

Μόνον εστεκόμουν κάποτε να πάρω την αναπνοή μου είτε να ρίξω γύρω καμμιά ματιά, μήπως ιδώ το σκυλόψαρο να ριχθή απάνω μου. Τέλος τσιμπάω πάλι·Ρίχτε μου τη γούμενα. — Μωρ' έλ' απάνω· τσιμπάει ο καπετάνιος ανυπόμονος. Για σένα τη θες τη γούμενα; Έχουμε και ψιλώτερο σχοινί. Έλα 'πάνω· θα σου κόψω τον αέραΚόβεις τον αέρα μα σχίζω το λάστιχο· του απαντώ θυμωμένα.