United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μία Διαμαρτυρία. — Ένας από τους κυριωτέρους λόγους, που μπορούν ν' αποδοθούν στο παράξενα κοινοτοπικό του μεγαλυτέρου μέρους της φιλολογίας του αιώνος μας, είναι αναμφιβόλως η παρακμή της ψευδολογίας στην Τέχνη, στην Επιστήμη και στις κοινωνικές απολαύσεις. Οι αρχαίοι ιστορικοί μας έδωκαν νόστιμη μυθολογία στη μορφή γεγονότων.

Ένα αναμμένο αγιοκέρι απάνω στο τραπέζι, μόλις φώτιζε το μεγάλο κελί, σα στρατώνα. Ίσκιοι μισοσκοτεινοί απλόνουνταν ολόγυρα στα μαυριδερά ντουβάρια και στο ταβάνι, το αγιοκέρι έκαιε πάντα, στάζοντας απάνω στ' ανοιχτά κιτρινισμένα φύλλα ενός Μεγάλου Ωρωλογίου, που τα κόκκινα με τα μαύρα γράμματά του, φαίνουνταν σα να με κοίταζαν αλλόκοτα, ανάμεσα στη σιγαλιά του κελιού.

Κάθε γενεά του Ευμορφόπουλου έφερνε στη γενεά του Χαγάνου οξωμάχους για τη γη, δούλους για τα ζωντανά, κορίτσα και αγόρια για τις αισχρές επιθυμίες της. Λίγο λίγο έσβυσε και τ' όνομά τους ακόμα μέσα στο χωριό. Έλεγαν «στου Ευμορφόπουλου το πηγάδι»· «του Ευμορφόπουλου το πήδημα»· το «λιθάρι του Ευμορφόπουλου». Ονόμαζαν έτσι κατιτί σημαντικό των παλιών αφεντάδων.

Ψάχνω, βρίσκω τάρθρο, το ξαναδιαβάζω, και τι βλέπω; Μια σημείωση δική μουόπως συνηθίζουμε στη Revue Critique, ύστερις από τους επαίνους, να δείχνουμε κ' ένα δυο ψεγαδάκια. Μα τι να σας τα πολυλογώ; Ιδού κ' η σημειωσούλα·

Είπε, και σιώντας τίναξε το χάλκινο κοντάρι και μες στη μέση αλάθεφτα του βρήκε την ασπίδα, 290 μα τ' όπλο πήδηξε μακριά. Τον πήρε τότε η λύπη που έτσι απ' τη χέρα του άδικα πετάχτη το γοργό όπλο.

Τα παλάγκα στο διάκι γλήγορα, είπε ο λοστρόμος. Αρπάξανε αμέσως τα παλάγκα με τον Φλώκο και τάβαλαν στη θέσι τους. Δόξα σοι ο Θεός! Μια στιγμή έμεινε μονάχα ακυβέρνητο το καράβι και καθώς έπαιζε το τιμόνι, το διάκι χτύπησε το λοστρόμο στην πλάτη. Πόνεσε δυνατά, κι' άρχισε να μουρμουρίζη: — Και τώρα πού να ποδίσης; Πού να ποδίσης, δε μου λες;

Θεόρατη πέτρα έμοιαζε στη θάλασσα. Όλα της τα ξάρτια εξεχώριζαν ένα κ' ένα στον γλαυκόν αιθέρα θαυμάσια. Είδα τους φλόκους, τις μαΐστρες, τους παπαφίγγους, τις γάμπιες, τους τρίγγους, τα πόμολα. Ακόμα και το σωτρόπι ημπορώ να ειπώ πως είδα. Το μάτι μου παντοδύναμο έκανε κρύσταλλο το ξύλο κ' έφτανε στα έγκατά του.

Και φέρνοντάς την στο βωμό ο γνωστικός Δυσσέας, 440 στα χέρια του γερο-γονιού τη δίνει και του κάνει «Γέρο, στη Χρύσα ο βασιλιάς με στέλνει να σου φέρω την κόρη, κι' εκατοβοδιά να σφάξουμε του Φοίβου, για ναν του σπλαχνιστεί η καρδιά τους Αχαιούς που τώρα στον κάμπο πολυστέναχτες τους έστειλε λαχτάρες445 Είπε, και του την έδωκε στα χέρια· το παιδί του το πήρε ο γέρος με χαρά.

Βλέποντας οι Γότθοι πως ο βασιλέας τους δεν κατέβηκε να τους βοηθήση στη Νεάπολη, διορίζουνε βασιλέα τους το Βιτίγη, κι ο Βιτίγης αυτός σκοτώνει το Θεοδάτο. Φεύγει ως τόσο κατόπι κι ο Βιτίγης από τη Ρώμη, τρυπώνεται στη Ραβέννα, και μπαίνει τότες ο Βελισάριος στην πρωτεύουσα, την κυριεύει και στέλνει τα κλειδιά της του Ιουστινιανού.

Αυτοί 'ςτη βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτου Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα. Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή. Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κ' έν' ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα.