United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτρεμε σαν το ψάρι, άναβε ύστερα σαν το κάρβουνο κ' έπειτα πνιγότανε στον ιδρώτα. Είχε γίνει πετσί και κόκκαλο. Είχαν αδυνατίσει και τα νεύρα του, παραξένεψε, παραμιλούσε στον ύπνο του και φορές-φορές πεταγότανε να φύγη απ' τα ρούχα του. — Απ' τον καιρό που πάτησα στη στερηά, χαΐρι και προκοπή δεν είδα, έλεγε. Ας όψεται ο Δεσπότης, Θεέ μου συχώρεσέ με.

Να μοιράσουμε τι; ρωτά το αδέσμευτο πνεύμα μέσα στο κεφάλι του καπετάνιου. Θέλεις τα ρούχα μου, θέλεις τ' άρματα και τα χρυσαφικά μου; Δικά σου είνε· δικός σου είμαι κ' εγώ. Μπροστά σου μ' έχεις άβουλον και ακυβέρνητον. Μη ζητάς όμως τα πλούτη τα κρυμένα. Τα ξέρεις και τα ξέρω. Μην τα ζητάς! Το είπεδεν το είπε, το άκουσεν ο βρυκόλακας.

Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Ζυγώνω και την καλησπερίζω. — «Καλησπέρα», μου λέει ξερά. Άπλωσα να της δώσω το χέρι. Τραβήχτηκε μέσα και μου κλείνει το παράθυρο κατάμουτρα. Την άκουγα που γελούσε. Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι. Έτσι είσαι, άτιμο θηλυκό;! Τραβάω στο σπίτι μου. — «Μάννα, να μου ετοιμάσης τα ρούχα μου. Φεύγω το πρωί με το βαπόρι. Πάω να μπαρκάρω στον Περαία». Βρε αμάν, βρε ζαμάν η γρηά.

Ο γαμβρός ισχυρίζετο ότι πέντε χιλιάδας είχον συμφωνήσει, και χωριστά το σπίτι, το αμπέλι, τον μικρόν ελαιώνα και τα ρούχα. Ο Στάθης διετείνετο ότι τεσσαρεσήμυσι χιλιάδες το όλον, μαζί με τα ρούχα, τα έπιπλα, τα σκεύη και τα λοιπά.

Ήλθε και ο βαυαρός ο ιατρός, με τα μαύρα ευρωπαϊκά ρούχα του, εκεί εις τον χορόν, στιλπνός, καθαρός, με το παράσημον εις το στήθος του, φράγκος αυτός, αλλ' από την καλωσύνην του εορτάζων μαζύ μας. Ήλθαν και οι δύο εξόριστοι διά τα ναυπλιακά αξιωματικοί με χρυσά κουμπιά και με σειρίτια, με τα σπαθιά τους, με της σπαλέταις τους της βαυαρικαίς, και εστάθηκαν δίπλα, κοντάτο δεσποτικόν.

Τότε εκείνος ο νέος σηκώνωντας τα ρούχα του έδειξεν εις τον βασιλέα ότι από τον ομφαλόν και άνω ήτον άνθρωπος, το δε λοιπόν ήτο μάρμαρον μαύρον· και εις τούτο ο βασιλεύς έμεινεν εκστατικός. Ο νέος του λέγει· ιδού άκουσε την ιστορίαν μου.

Κίτρινα σύννεφα πρόβαλαν ξαφνιασμένα πάνω από το υγρό Βουνό και από τα ψηλά του χωριού, εμπρός από την εξώπορτα των Πιντόρ, φαινόταν ο κάμπος σκεπασμένος με χρυσαφί βούρλα και το πράσινο ποτάμι ανάμεσα σε νησάκια άσπρης άμμου. Η σιωπή ήταν τόση που ακούγονταν οι γυναίκες να κοπανάνε τα ρούχα στο ποτάμι, κάτω από το μοναχικό πεύκο της όχθης.

Ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, έχων το αιώνιον παράπονον ότι δεν έβλεπε πατριώταιςτην Αθήνα, οπού ανεδείχθησαν τόσοι και τόσοι, άμε γύρευε, από όλα τα κουτσοχώρια, να βρίσκη και αυτός μια προστασίατην ξενητειά, όχι αυτός μόνος, όλοι οι πατριώταις, να έχη και αυτός ένα πατριώτητην ξενιτειά, να πάη μια καλή μέρα, κατάλαβες, 'ς το σπίτι του να τον χαιρετίση, ησθάνθη ανεκλάλητον χαράν, έλεγεν, όταν είδε τον Λαλεμήτρον, κοντόν, παχύν, ξουραφισμένον, με μαύρα τσόχινα ρούχα και με άσπρο πουκάμισο σιδερωμένο, να στέκητην πόρτα του ξενοδοχείου με υπερηφάνειαν.

Σαν γυρίσης ζωντανός, η βασιλοπούλα θα γίνη δική σου. Το βασιλόπουλο γύρισε και κύτταξε τα ματωμένα του ποδάρια και τα κουρελιασμένα του ρούχα, ύστερα σήκωσε τα μάτια του και κύτταξε το μονοπάτι που σκαρφάλωνε στην κορφή του ψηλού βουνού. Και το πήρανε τα κλάματα. — Αλλοίμονο! είπε. Τα πόδια μου δε με βαστάνε πια. Θα καθήσω εδώ να ξεψυχήσω.

Ενώ οι εικόνες που είχα τριγύρω μου, ψυχωμένες και άψυχες, μου έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά ρούχα· οι γέροντες με τα διηγήματά τους· τα ξύλα με την εκφραστική τους όψι, οι λυγερές με τα τραγούδια τους: Όμορφος που 'νε ο γεμιτζής όταν βραχή κι' αλλάξη και βάλη τ' άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτση.