Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Κατάραν εις τα Σύμπαντα καθώς ο Φάουστ ψάλλω... βαρδάτ' εμπρός... θα γυμνωθώ... τα ρούχα μου θα βγάλω.... εγώ από γυμνότητας καθόλου δεν ξιππάζομαι κι' ούτε με φύλλα της συκής σαν τον Αδάμ σκεπάζομαι. Βαρδάτ' εμπρός... θα γυμνωθώ... ελάτε, ανατόμοι, να κατακομματιάσετε τα μέλη μου τακέραια... ας ακουσθή και δι' αυτά η πάνσοφός σας γνώμη και τάντερά μου Δουκισσών ας γίνουν περιδέραια.
Εκτός που καθαρίζουν περισσότερο, δε μένει και σαπουνάδα απάνω για να γιαλίζει όταν στεγνώσουν. Έστιψαν ύστερα σφιχτά-σφιχτά τα ξεπλυμένα ρούχα, και τα πήρανε να τ' απλώσουνε στους ε π ά ρ τ ε ς. Καθώς είχε βραδυάσει, κρεμάσανε στην πλώρην ένα μεγάλο πολύφωτο από ηλεκτρικά, και η δουλειά στο πλύσημο και στο άπλωμα γινότανε κάτω από μιαν ώμορφη φωτοπλημμύρα.
Τότε όλοι του καραβιού με εβεβαίωσαν ότι έλαβον άκραν χαράν διά την ελευθερίαν μου· ευθύς μου έδωσαν και έφαγα αρκετά· έπειτα ο καραβοκύρης με ένδυσε με μίαν φορεσιάν ρούχα, βλέποντας τα δικά μου όλα ξεσχισμένα και μετά δύο ημερών αρμένισμα αράξαμεν εις ένα νησί, ονομαζόμενον Σενταχί, εκεί που βγαίνει το ξύλον Σαντάλιον, τόσον χρήσιμον εις την ιατρικήν.
Οι άλλοι πέντε βασιλιάδες ακούσανε αυτά τα λόγια μ' ευγενική συμπάθεια: Ο καθένας απ' αυτούς έδωκε είκοσι τσεκίνια στο βασιλιά Θεόδωρο, για ν' αγοράση ρούχα και πουκάμισα· ο Αγαθούλης του χάρισε ένα διαμάντι, πόκανε δυο χιλιάδες τσεκίνια.
Ο γέρος ο βασιλιάς του χάιδεψε με τα γέρικα δάκτυλά του τα χρυσά μαλλιά και του είπε : — Άκουσε, παιδί μου. Πέταξε το τουφέκι σου σε μια γωνιά, βγάλε τα ρούχα σου τα σκονισμένα και τα ταπεινά και φόρα τα χρυσά και τα βελούδα σου. Σήμερα είναι μεγάλη γιορτή στο παλάτι μας.
Ωμιλούσε διά τα ρούχα της, διά τα έπιπλά της, τα οποία είχεν ακουμβημένα προσωρινώς εις ένα σπήτι, και θα πάη να τα πάρη, και πού να τα βάλη, και πού να τα κουβαλά... και θα φύγη αύριον διά ταξίδι... Τα ίδια επεβεβαίωνε και ο «εξάδελφος» της ο Βαγγέλης.
Όσο εμετρούσε το βιός εκείνος και το έβλεπεν αμέτρητο, τόσο εθλιβόταν που δεν ήξευρε τον κληρονόμο του. Όσο έβλεπεν εκείνη τα ρούχα της, σαμούρια και λαχούρια, τα ολόχρυσα στολίδια της, τόσο εστέναζε που δεν είχε μια κόρη να τα χαρή και να τα ξανανιώση. Και όταν βράδυ έσμιγαν οι δυο τους στην κρεβάτα πόσοι πόθοι και τι καϋμοί σεμνοφτέρωτοι εγοργοπετούσαν γύρω στο πικραμένο το αντρόγυνο!
Είχαμε ταξιδέψει σε μεγάλες πολιτείες, είχαμε πάει στα μουσεία, που έχουν μέσα αραδιασμένα όλα τα πιο παράξενα πράματα του κόσμου, πηγαίναμε στα μεγάλα θέατρα, που βγαίναν' ανθρώποι, ντυμένοι με παράξενα ρούχα, και μιλούσαν και μάλλωναν και σκότωνε ο ένας τον άλλον και κλαίγανε και γελούσαν και κάποτε χόρευαν κ' έκαναν ό,τι μπορεί να φαντασθή άνθρωπος.
Τοιαύτης κλίνης θα επροτίμων το ακανθόπλεκτον στρώμα ερημίτου της Σκήτης. Την αυτήν, ως φαίνεται, αισθανόμενος προς τα &ρούχα& αντιπάθειαν και ο ξένος συνοδοιπόρος μου επροτίμησε να διανυκτερεύση κακείνος αντικρύ μου επί καθίσματος, όσον το δυνατόν πλησιέστερον του παραθύρου. Υπό του αυτού ελαυνόμενοι αισθήματος παρετηρήσαμεν αμφότεροι τα ωρολόγιά μας.
Στην διάλογο ακόμα μερικά από τα πιο λαμπρά μέρη είναι εκείνα που υποβάλλει το κοστούμι. Της Rosalind η ερώτηση: «Αν και ντυμένη ανδρικά, θαρρείς πως έχω στη διάθεσή μου κανένα σωκάρδι και τίποτε κάλτσες;» Της Constance τα λόγια: «Η οδύνη πιάνει τον τόπο του παιδιού μου που λείπει. Γεμίζει ταδειανά του ρούχα με το σχήμα του».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν